Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετακεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(13_4)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[κεράννυμι]]), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καθαρὸν [[ἀγγεῖον]] ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[κεράννυμι]]), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καθαρὸν [[ἀγγεῖον]] ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.
}}
{{ls
|lstext='''μετακεράννυμι''': [ᾰ], ἀναμιγνύω ἐγχέων ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα Διοσκ. 1. 63. - παρὰ Πλουτ. 2. 801C, διάφ. γραφ. ἀντὶ μετεράσαντες. ΙΙ. παρὰ Παυσ. 9. 28, 4, μεταβάλλομαι, μετακεράννυσί σφίσιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός.
}}
}}

Revision as of 09:52, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακεράννυμι Medium diacritics: μετακεράννυμι Low diacritics: μετακεράννυμι Capitals: ΜΕΤΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: metakeránnymi Transliteration B: metakerannymi Transliteration C: metakerannymi Beta Code: metakera/nnumi

English (LSJ)

   A mix by pouring from one vessel into another, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα v.l. for μετεράσας in Dsc.1.52, as also in Plu.2.801c.    II change one's nature, ἐκ τοῦ θανατώδους ἐς τὸ ἠπιώτερον Paus.9.28.4.

German (Pape)

[Seite 147] (s. κεράννυμι), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μετακεράννυμι: [ᾰ], ἀναμιγνύω ἐγχέων ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα Διοσκ. 1. 63. - παρὰ Πλουτ. 2. 801C, διάφ. γραφ. ἀντὶ μετεράσαντες. ΙΙ. παρὰ Παυσ. 9. 28, 4, μεταβάλλομαι, μετακεράννυσί σφίσιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός.