συνωρίς: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(11)
 
(6_12)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunwri/s
|Beta Code=sunwri/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pair of horses</b> (with or without a chariot or carriage, σ. χωρὶς δίφρου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>119b</span>), <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>987</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1302</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Phdr.</span>246b</span>, <span class="title">IG</span>5(2).550.27 (Megalopolis, iv B.C.), etc.; τέθριππα καὶ ξυνωρίδες <span class="title">Com.Adesp.</span>1281; εἰς τοὺς τροχοὺς τῆς [συνω]ρίδος <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>782</span> (<b class="b2">a</b>).<span class="bibl">21</span> (iii B.C.); <b class="b3">εἰς ἵππους θηλείας τῆς σ. τῆς ἀγαγούσης ἐγ Μέμφεως εἰς Φιλαδέλφειαν Ζήνωνα</b> ib.<span class="bibl">292.66</span> (iii B.C.); εἰς τὰ παραγενόμενα τῇ γ ἅρματα έ (ἵππων) β συνωρίδας γ (ἵππων) γ τοῖς πᾶσιν ἵπποις ιθ <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.74</span> (iii B.C.); σ. πωλική <span class="title">IG</span>42(1).101.46 (Epid., i A.D.), cf. <span class="bibl">Paus.10.7.8</span>; ἵππων τελείων <span class="bibl">Id.5.8.10</span>; of mules, <span class="bibl">Id.5.9.2</span>; <b class="b3">ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ</b>. <span class="bibl">Plb.30.25.11</span> (dub.): <b class="b2">a coin stamped with a biga</b> (cf. πῶλος <span class="bibl">11</span>), <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>675</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">a pair</b> or <b class="b2">couple of</b> anything, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>643</span>; τέκνων <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1145</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>895</span>, <span class="title">Com.Adesp.</span>834 (= <span class="title">Trag.Adesp.</span> 198). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of things, <b class="b3">πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα</b> manacles for the hands and for the feet, <b class="b2">a coupling fetter</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>982</span>; <b class="b3">ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοῦσι καὶ δίκη, ποία ξ. τῶνδε καρτερωτέρα</b>; what <b class="b2">pair</b> is stronger than this? <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>381</span>.</span>
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pair of horses</b> (with or without a chariot or carriage, σ. χωρὶς δίφρου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span>119b</span>), <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>987</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1302</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Phdr.</span>246b</span>, <span class="title">IG</span>5(2).550.27 (Megalopolis, iv B.C.), etc.; τέθριππα καὶ ξυνωρίδες <span class="title">Com.Adesp.</span>1281; εἰς τοὺς τροχοὺς τῆς [συνω]ρίδος <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>782</span> (<b class="b2">a</b>).<span class="bibl">21</span> (iii B.C.); <b class="b3">εἰς ἵππους θηλείας τῆς σ. τῆς ἀγαγούσης ἐγ Μέμφεως εἰς Φιλαδέλφειαν Ζήνωνα</b> ib.<span class="bibl">292.66</span> (iii B.C.); εἰς τὰ παραγενόμενα τῇ γ ἅρματα έ (ἵππων) β συνωρίδας γ (ἵππων) γ τοῖς πᾶσιν ἵπποις ιθ <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.74</span> (iii B.C.); σ. πωλική <span class="title">IG</span>42(1).101.46 (Epid., i A.D.), cf. <span class="bibl">Paus.10.7.8</span>; ἵππων τελείων <span class="bibl">Id.5.8.10</span>; of mules, <span class="bibl">Id.5.9.2</span>; <b class="b3">ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ</b>. <span class="bibl">Plb.30.25.11</span> (dub.): <b class="b2">a coin stamped with a biga</b> (cf. πῶλος <span class="bibl">11</span>), <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>675</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">a pair</b> or <b class="b2">couple of</b> anything, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>643</span>; τέκνων <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>1145</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>895</span>, <span class="title">Com.Adesp.</span>834 (= <span class="title">Trag.Adesp.</span> 198). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of things, <b class="b3">πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα</b> manacles for the hands and for the feet, <b class="b2">a coupling fetter</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>982</span>; <b class="b3">ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοῦσι καὶ δίκη, ποία ξ. τῶνδε καρτερωτέρα</b>; what <b class="b2">pair</b> is stronger than this? <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>381</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''συνωρίς''': -ίδος, ἡ, ([[συνήορος]]) [[ζεῦγος]] ἵππων, Εὐρ. Ρῆσ. 987, Ἀριστοφ. Νεφ. 1302, Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Κωμικ. Ἀνώνυμ. 98· ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ σ. Ποιητὴς παρ’ Εὐσταθ. 1539. 31· συν. πωλικὴ Παυσ. 10. 7, 8, πρβλ. 5. 8, 10· [[ὡσαύτως]] ἡμιόνων, ὁ αὐτ. 5. 9, 2· ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ. Πολύβ. 31. 3, 11· [[νόμισμα]] φέρον εἰκόνα ἢ τύπον συνωρίδος (πρβλ. [[πῶλος]] ΙΙ), Εὐρ. Ἀποσπ. 676· ― πρβλ. [[ζεῦγος]] Ι. 2. 2) [[καθόλου]], [[ζεῦγος]] οἱονδήποτε, ὡς τὸ Λατ. biga, δίλοχον, ἄτην. φοινίαν ξυνωρίδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 643, Ἀποσπ. 298, Σοφ. Ο. Κ. 895, Εὐρ. Μήδ. 1145. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, δεσμὰ διὰ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, δεσμὰ δένοντα κατὰ ζεύγη, Αἰσχύλ. Χο. 982· [[ὅπου]] γὰρ δεσμὰ συζυγοῦσι καὶ [[δίκη]], [[ποία]] ξ. τῆσδε καρτερωτέρα; ποῖον [[ζεῦγος]] ἰσχυρότερον τούτου; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 311. (Ἡ [[λέξις]] αὕτη συνηθέστατα κεῖται ἐν τῷ ἀρχαίῳ Ἀττικῷ τύπῳ [[ξυνωρίς]]).
}}
}}

Revision as of 09:57, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωρίς Medium diacritics: συνωρίς Low diacritics: συνωρίς Capitals: ΣΥΝΩΡΙΣ
Transliteration A: synōrís Transliteration B: synōris Transliteration C: synoris Beta Code: sunwri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A pair of horses (with or without a chariot or carriage, σ. χωρὶς δίφρου Pl.Criti.119b), E.Rh.987, Ar.Nu.1302, Pl. Phdr.246b, IG5(2).550.27 (Megalopolis, iv B.C.), etc.; τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Com.Adesp.1281; εἰς τοὺς τροχοὺς τῆς [συνω]ρίδος PCair.Zen.782 (a).21 (iii B.C.); εἰς ἵππους θηλείας τῆς σ. τῆς ἀγαγούσης ἐγ Μέμφεως εἰς Φιλαδέλφειαν Ζήνωνα ib.292.66 (iii B.C.); εἰς τὰ παραγενόμενα τῇ γ ἅρματα έ (ἵππων) β συνωρίδας γ (ἵππων) γ τοῖς πᾶσιν ἵπποις ιθ PPetr.2p.74 (iii B.C.); σ. πωλική IG42(1).101.46 (Epid., i A.D.), cf. Paus.10.7.8; ἵππων τελείων Id.5.8.10; of mules, Id.5.9.2; ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ. Plb.30.25.11 (dub.): a coin stamped with a biga (cf. πῶλος 11), E.Fr.675.    2 generally, a pair or couple of anything, A.Ag.643; τέκνων E.Med.1145, cf. S.OC895, Com.Adesp.834 (= Trag.Adesp. 198).    II of things, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα manacles for the hands and for the feet, a coupling fetter, A.Ch.982; ὅπου γὰρ ἰσχὺς συζυγοῦσι καὶ δίκη, ποία ξ. τῶνδε καρτερωτέρα; what pair is stronger than this? Id.Fr.381.

Greek (Liddell-Scott)

συνωρίς: -ίδος, ἡ, (συνήορος) ζεῦγος ἵππων, Εὐρ. Ρῆσ. 987, Ἀριστοφ. Νεφ. 1302, Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· τέθριππα καὶ ξυνωρίδες Κωμικ. Ἀνώνυμ. 98· ἕξιππα καὶ τέθριππα καὶ σ. Ποιητὴς παρ’ Εὐσταθ. 1539. 31· συν. πωλικὴ Παυσ. 10. 7, 8, πρβλ. 5. 8, 10· ὡσαύτως ἡμιόνων, ὁ αὐτ. 5. 9, 2· ἐλεφάντων ἅρμα καὶ σ. Πολύβ. 31. 3, 11· νόμισμα φέρον εἰκόνα ἢ τύπον συνωρίδος (πρβλ. πῶλος ΙΙ), Εὐρ. Ἀποσπ. 676· ― πρβλ. ζεῦγος Ι. 2. 2) καθόλου, ζεῦγος οἱονδήποτε, ὡς τὸ Λατ. biga, δίλοχον, ἄτην. φοινίαν ξυνωρίδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 643, Ἀποσπ. 298, Σοφ. Ο. Κ. 895, Εὐρ. Μήδ. 1145. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πέδας τε χειροῖν καὶ ποδοῖν ξυνωρίδα, δεσμὰ διὰ τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, δεσμὰ δένοντα κατὰ ζεύγη, Αἰσχύλ. Χο. 982· ὅπου γὰρ δεσμὰ συζυγοῦσι καὶ δίκη, ποία ξ. τῆσδε καρτερωτέρα; ποῖον ζεῦγος ἰσχυρότερον τούτου; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 311. (Ἡ λέξις αὕτη συνηθέστατα κεῖται ἐν τῷ ἀρχαίῳ Ἀττικῷ τύπῳ ξυνωρίς).