ἀναταράσσω: Difference between revisions
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
(13_4) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] (s. [[ταράσσω]]), aufrühren, aufregen, Soph. Tr. 217, Schol. παρορμᾷ; in Verwirrung bringen, Plat. Phaed. 88 c; [[στράτευμα]] ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο, marschirte in Unordnung, Xen. An. 1, 7, 19; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] (s. [[ταράσσω]]), aufrühren, aufregen, Soph. Tr. 217, Schol. παρορμᾷ; in Verwirrung bringen, Plat. Phaed. 88 c; [[στράτευμα]] ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο, marschirte in Unordnung, Xen. An. 1, 7, 19; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναταράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, [[ὅταν]] ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, [[ἐξερεθίζω]], προξενῶ ἔξαψιν, [[διεγείρω]] εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― [[συγχέω]], Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ [[στράτευμα]]] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:57, 5 August 2017
English (LSJ)
Att. ἀναταράττω,
A stir up the mud, Arist.HA620b16:— Pass., οὖρα ἀνατεταραγμένα thick urine, Hp.Aph.4.70, cf. Epid.1.26.δ. II rouse to frenzy, S.Tr.218; confound, Pl.Phd.88c:— Pass., ἀνατεταραγμένος πορεύεσθαι march in disorder, X.An.1.7.20.
German (Pape)
[Seite 210] (s. ταράσσω), aufrühren, aufregen, Soph. Tr. 217, Schol. παρορμᾷ; in Verwirrung bringen, Plat. Phaed. 88 c; στράτευμα ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο, marschirte in Unordnung, Xen. An. 1, 7, 19; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναταράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, ταράττω, «ἀνακατώνω», θολώνω, ὅταν ἐν τοῖς ἀμμώδεσιν ἢ θολώδεσιν ἀναταράξας κρύψῃ ἑαυτόν, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου βατράχου, τοῦ ἐπικαλουμένου ἁλιέως, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 2: ― Παθ., οὖρα ἀνατεταραγμένα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1252, πρβλ. Ἐπιδ. 1. 976. ΙΙ. ἀνακινῶ, ἐξερεθίζω, προξενῶ ἔξαψιν, διεγείρω εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 218: ― συγχέω, Πλάτ. Φαίδων 88C: ― ἀνατεταραγμένον ἐπορεύετο [τὸ στράτευμα] = ἐν ἀταξίᾳ, Ξεν. Ἀν. 1. 7, 20.