ἀπαρακολούθητος: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(13_1) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] 1) dem man nicht folgen kann, unbegreiflich, Schol. Il. 11, 245. – 2) inconsequent, adv., M. Anton. 2, 16. 5, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] 1) dem man nicht folgen kann, unbegreiflich, Schol. Il. 11, 245. – 2) inconsequent, adv., M. Anton. 2, 16. 5, 6. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπαρακολούθητος''': -ον, [[ἀκατάληπτος]], [[ἀκατανόητος]], Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. [[ἀλόγιστος]], [[ἀπρονόητος]], [[προπετής]], Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, [[ἐσπευσμένως]], ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· [[οὕτως]], ἀπαρακολουθησία, ἡ, [[προπέτεια]], Βασιλ. τ. 1. σ. 406D. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be reached or attained, Tz.adLyc. 5. II Adv. -τως inconsequently, M.Ant.2.16, Plot.4.3.28.
German (Pape)
[Seite 279] 1) dem man nicht folgen kann, unbegreiflich, Schol. Il. 11, 245. – 2) inconsequent, adv., M. Anton. 2, 16. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρακολούθητος: -ον, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Τζέτζ., Λυκ. 5. ΙΙ. ἀλόγιστος, ἀπρονόητος, προπετής, Βασ. τ. 1. σ. 508Ε: ― Ἐπίρρ. -τως, ἐσπευσμένως, ἀσκέπτως, Μ. Ἀντων. 2.16· οὕτως, ἀπαρακολουθησία, ἡ, προπέτεια, Βασιλ. τ. 1. σ. 406D.