πελταστής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(13_4)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] ὁ, der leichtbewaffnete Krieger, der statt des großen und schweren Schildes, [[ὅπλον]], einen kleinen u. leichten, [[πέλτη]] führt, Eur. Rhes. 311; Thuc. 2, 29 u., Folgde, das lat. cetratus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] ὁ, der leichtbewaffnete Krieger, der statt des großen und schweren Schildes, [[ὅπλον]], einen kleinen u. leichten, [[πέλτη]] führt, Eur. Rhes. 311; Thuc. 2, 29 u., Folgde, das lat. cetratus.
}}
{{ls
|lstext='''πελταστής''': -οῦ, ὁ, ([[πελτάζω]]) [[στρατιώτης]] φέρων πέλτην [[ἤτοι]] ἀσπίδα ἐλαφράν, Λατ. cetratus, Εὐρ. Ρῆσ. 311, Θουκ 2. 29, Λυσ. 153. 40, κτλ. Οἱ πελτασταὶ ἦσαν κατ’ ἀρχὰς Θρᾷκες μισθοφόροι καὶ κατεῖχον θέσιν μεταξὺ τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῶν ψιλῶν· [[συχνάκις]] μνημονεύονται [[μετὰ]] τῶν τοξοτῶν, [[οἷον]] Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· [[ἐντεῦθεν]] οἱ πελτασταί, [[καθόλου]] ἐπὶ τῶν ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, levis armaturae milites, ἀπετέλεσαν δὲ κατὰ πρῶτον δύναμιν σπουδαίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατῷ ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Ἰφικράτη, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 16, καὶ 5. 12 κἑξ. Πρβλ. [[πέλτη]].
}}
}}

Revision as of 10:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελταστής Medium diacritics: πελταστής Low diacritics: πελταστής Capitals: ΠΕΛΤΑΣΤΗΣ
Transliteration A: peltastḗs Transliteration B: peltastēs Transliteration C: peltastis Beta Code: peltasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who bears a light shield (πέλτη), targeteer, E.Rh. 311, Th. 2.29, Lys. 19.21, X.Cyr. 2.1.5.    II in pl., generally, light troops, Id.HG4.4.16, IG12.97.17,99.5, etc.

German (Pape)

[Seite 551] ὁ, der leichtbewaffnete Krieger, der statt des großen und schweren Schildes, ὅπλον, einen kleinen u. leichten, πέλτη führt, Eur. Rhes. 311; Thuc. 2, 29 u., Folgde, das lat. cetratus.

Greek (Liddell-Scott)

πελταστής: -οῦ, ὁ, (πελτάζω) στρατιώτης φέρων πέλτην ἤτοι ἀσπίδα ἐλαφράν, Λατ. cetratus, Εὐρ. Ρῆσ. 311, Θουκ 2. 29, Λυσ. 153. 40, κτλ. Οἱ πελτασταὶ ἦσαν κατ’ ἀρχὰς Θρᾷκες μισθοφόροι καὶ κατεῖχον θέσιν μεταξὺ τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῶν ψιλῶν· συχνάκις μνημονεύονται μετὰ τῶν τοξοτῶν, οἷον Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· ἐντεῦθεν οἱ πελτασταί, καθόλου ἐπὶ τῶν ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, levis armaturae milites, ἀπετέλεσαν δὲ κατὰ πρῶτον δύναμιν σπουδαίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατῷ ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Ἰφικράτη, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 16, καὶ 5. 12 κἑξ. Πρβλ. πέλτη.