ναυάγιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
(13_7_1)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0230.png Seite 230]] τό, ion. ναυήγιον, <b class="b2">Schiffstrümmer, Wrack</b>; ἐρειδόμενον ναυαγίοις, Pind. I. 1, 36, richtiger ναυαγίαις (vgl. [[ἐρείδω]]); Tragg., [[θάλασσα]] ναυαγίων πλήθουσα, Aesch. Pers. 412; Eur. Hec. 417. 514; u. in Prosa, ναυήγια Her. 7, 191. 8, 18 u. öfter; τὰ ναυάγια ἀνελκύσαντες, Thuc. 7, 23; ναυαγίων ἐκράτησαν, Zeichen der gewonnenen Seeschlacht, 4, 14; πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς ἐτράποντο, 1, 50; auch ἀναιρεῖσθαι τὰ ναυάγια, wie die Todten, Xen. Hell. 1, 7, 10 u. Folgde; ποιεῖσθαι τὸν ὅρμον ἐπὶ τῶν ναυαγίων, Pol. 16, 8, 2; ἐπὶ λεπτοῦ ναυαγίου διαφερόμενος, Plut. Pomp. 32; u. übertr. auf andere Dinge, von Wagentrümmern, ἐπίμπλατο ναυαγίων Κρισσαῖον ἱππικῶν [[πέδον]], Soph. El. 730, wie Choeril. bei Ath. XI, 464 b den zerbrochenen Becher ἀνδρῶν δαιτυμόνων [[ναυάγιον]] nennt; Plut. oft. – Bei Sp. auch = [[ναυαγία]], vgl. Lob. Phryn. 519.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0230.png Seite 230]] τό, ion. ναυήγιον, <b class="b2">Schiffstrümmer, Wrack</b>; ἐρειδόμενον ναυαγίοις, Pind. I. 1, 36, richtiger ναυαγίαις (vgl. [[ἐρείδω]]); Tragg., [[θάλασσα]] ναυαγίων πλήθουσα, Aesch. Pers. 412; Eur. Hec. 417. 514; u. in Prosa, ναυήγια Her. 7, 191. 8, 18 u. öfter; τὰ ναυάγια ἀνελκύσαντες, Thuc. 7, 23; ναυαγίων ἐκράτησαν, Zeichen der gewonnenen Seeschlacht, 4, 14; πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς ἐτράποντο, 1, 50; auch ἀναιρεῖσθαι τὰ ναυάγια, wie die Todten, Xen. Hell. 1, 7, 10 u. Folgde; ποιεῖσθαι τὸν ὅρμον ἐπὶ τῶν ναυαγίων, Pol. 16, 8, 2; ἐπὶ λεπτοῦ ναυαγίου διαφερόμενος, Plut. Pomp. 32; u. übertr. auf andere Dinge, von Wagentrümmern, ἐπίμπλατο ναυαγίων Κρισσαῖον ἱππικῶν [[πέδον]], Soph. El. 730, wie Choeril. bei Ath. XI, 464 b den zerbrochenen Becher ἀνδρῶν δαιτυμόνων [[ναυάγιον]] nennt; Plut. oft. – Bei Sp. auch = [[ναυαγία]], vgl. Lob. Phryn. 519.
}}
{{ls
|lstext='''ναυάγιον''': [ᾱ], Ἰων. ναυήγιον, τό, [[λείψανον]] πλοίου συντριφθέντος, Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 7. 9, Ἀριστ. Προβλ. 23. 5· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 191., 8. 12, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 420, Λυσ. 194. 18, Θουκ. 1. 50· [[ναῦς]] δὲ πρὸς πέτρας πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, θραύεται εἰς χίλια τεμάχια, Εὐρ. Ἑλ. 410· μεταφορ., ναυάγια ἱππικά, τὰ συντρίμματα ἀνατραπέντος ἅρματος, Σοφ. Ἠλ. 730, 1444· ἀνδρῶν δαιτυμόνων [[ναυάγιον]], [[λείψανον]] εὐωχίας, ἐπὶ τεθραυσμένης κύλικος, Χοιρίλ. σ. 165, [[ἔνθα]] ἴδε Näke· τὰ ναυάγια τῆς πόλεως Δημάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 803Α, πρβλ. 517F. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[ναυαγία]], ἡ, Στράβ. 183· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 519.
}}
}}

Revision as of 10:06, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυᾱγιον Medium diacritics: ναυάγιον Low diacritics: ναυάγιον Capitals: ΝΑΥΑΓΙΟΝ
Transliteration A: nauágion Transliteration B: nauagion Transliteration C: navagion Beta Code: naua/gion

English (LSJ)

Ion. ναυήγιον, τό,

   A piece of wreckage, Men.536.9, Arist.Pr.932a1: mostly in pl., A.Pers.420, Hdt.7.191, 8.12, al., Lys.2.38, Th.1.50, etc.; πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, i. e. is shivered into a thousand pieces, E.Hel.410: metaph., ν. ἱππικά wreck of an overturned chariot, S.El.730, 1444; ἀνδρῶν δαιτυμόνων ν. the wreck of a feast, Choeril.9; τὰ ν. τῆς πόλεως Demad. ap. Plu.2.803a; ν. οἴκων ib. 517f.    II later, = ναυαγία, ναυαγίῳ περιπεσεῖν Str.4.1.7.

German (Pape)

[Seite 230] τό, ion. ναυήγιον, Schiffstrümmer, Wrack; ἐρειδόμενον ναυαγίοις, Pind. I. 1, 36, richtiger ναυαγίαις (vgl. ἐρείδω); Tragg., θάλασσα ναυαγίων πλήθουσα, Aesch. Pers. 412; Eur. Hec. 417. 514; u. in Prosa, ναυήγια Her. 7, 191. 8, 18 u. öfter; τὰ ναυάγια ἀνελκύσαντες, Thuc. 7, 23; ναυαγίων ἐκράτησαν, Zeichen der gewonnenen Seeschlacht, 4, 14; πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς ἐτράποντο, 1, 50; auch ἀναιρεῖσθαι τὰ ναυάγια, wie die Todten, Xen. Hell. 1, 7, 10 u. Folgde; ποιεῖσθαι τὸν ὅρμον ἐπὶ τῶν ναυαγίων, Pol. 16, 8, 2; ἐπὶ λεπτοῦ ναυαγίου διαφερόμενος, Plut. Pomp. 32; u. übertr. auf andere Dinge, von Wagentrümmern, ἐπίμπλατο ναυαγίων Κρισσαῖον ἱππικῶν πέδον, Soph. El. 730, wie Choeril. bei Ath. XI, 464 b den zerbrochenen Becher ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον nennt; Plut. oft. – Bei Sp. auch = ναυαγία, vgl. Lob. Phryn. 519.

Greek (Liddell-Scott)

ναυάγιον: [ᾱ], Ἰων. ναυήγιον, τό, λείψανον πλοίου συντριφθέντος, Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 7. 9, Ἀριστ. Προβλ. 23. 5· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 191., 8. 12, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 420, Λυσ. 194. 18, Θουκ. 1. 50· ναῦς δὲ πρὸς πέτρας πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, θραύεται εἰς χίλια τεμάχια, Εὐρ. Ἑλ. 410· μεταφορ., ναυάγια ἱππικά, τὰ συντρίμματα ἀνατραπέντος ἅρματος, Σοφ. Ἠλ. 730, 1444· ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον, λείψανον εὐωχίας, ἐπὶ τεθραυσμένης κύλικος, Χοιρίλ. σ. 165, ἔνθα ἴδε Näke· τὰ ναυάγια τῆς πόλεως Δημάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 803Α, πρβλ. 517F. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ναυαγία, ἡ, Στράβ. 183· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 519.