ὄα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(13_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0288.png Seite 288]] ἡ, = οἴα, Schaaffell, Poll. 7, 62. S. auch ὤα. ἡ, auch ὄη u. οἴη, der Sperberbaum, sorbus, seine Frucht, ὄον, Sperber- od. Arlesbeeren, Theophr., Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0288.png Seite 288]] ἡ, = οἴα, Schaaffell, Poll. 7, 62. S. auch ὤα. ἡ, auch ὄη u. οἴη, der Sperberbaum, sorbus, seine Frucht, ὄον, Sperber- od. Arlesbeeren, Theophr., Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''ὄᾱ''': (Α), ἡ, τὸ [[δένδρον]] «σουρβιά», καὶ «σουρδουλιά», Λατ. sorbus, Θεόφρ., κτλ.· - ὄᾱ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ Ἀττ. [[τύπος]], ἴδε Ἡσύχ., Ruhnk εἰς Τίμ. ἐν λ. ὄα· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφ. τοῦ Θεοφρ. [[μεγάλως]] ποικίλλουσιν: ὄη ἀπαντᾷ ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10., 3. 12, 9· ὄα εν 2. 7, 7· οἴη ἐν 3. 15, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4· οὖα ἐν π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 5. ΙΙ. ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο ὄον, τό, τὸ «σοῦρβον» καὶ «σούρδουλον», Λατ. sorbum, [[ὅπερ]] ἐσχίζετο καὶ ἐτίθετο εἰς ἅλμην πρὸς χρῆσιν, Πλάτ. Συμπ. 190D, Διοσκ. 1. 173· - παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὠά, παρὰ δὲ τῷ Διοσκ. οὖα, ὁ [[δεύτερος]] δὲ [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 360, 22, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2.
}}
}}

Revision as of 10:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄα Medium diacritics: ὄα Low diacritics: οα Capitals: ΟΑ
Transliteration A: óa Transliteration B: oa Transliteration C: oa Beta Code: o)/a

English (LSJ)

(A), ἡ,

   A service-tree, Sorbus domestica, Thphr., etc.: ὄα in Hsch., but codd. of Thphr. have ὄη in HP2.2.10 ; ὄα in 2.7.7 ; ὄη in 3.12.9, 3.15.4, CP3.1.4 ; οὔα in HP3.6.5.    II its fruit was ὄον, τό, sorbapple, or service-berry, which was split and pickled for use, Pl.Smp. 190d, Dsc.1.120 :—in Pl.l.c. codd. have ὠϊά, ὠά, and in Dsc. οὖα, which latter form also occurs in Hp.Vict.2.55, Thphr.HP3.2.1, CP 2.8.2 ; ὄη τὸ δένδρον, ἧς ὁ καρπὸς ὄα καλεῖται, ὑπὸ δὲ τῶν πολλῶν οὖα Gal.12.87.
ὄα (B) or ὀά, ἡ,=ὤα,

   A hem or border, A.Fr.280A, Ar.Fr.228 ; σινδόνας . . αἳ ὄας ἔχουσιν prob. in CIG2860ii7 (Didyma), cf. Poll.7.62, Ael. Dion.Fr.266.    II sheep-skin, v. ᾤα.

German (Pape)

[Seite 288] ἡ, = οἴα, Schaaffell, Poll. 7, 62. S. auch ὤα. ἡ, auch ὄη u. οἴη, der Sperberbaum, sorbus, seine Frucht, ὄον, Sperber- od. Arlesbeeren, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὄᾱ: (Α), ἡ, τὸ δένδρον «σουρβιά», καὶ «σουρδουλιά», Λατ. sorbus, Θεόφρ., κτλ.· - ὄᾱ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ Ἀττ. τύπος, ἴδε Ἡσύχ., Ruhnk εἰς Τίμ. ἐν λ. ὄα· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφ. τοῦ Θεοφρ. μεγάλως ποικίλλουσιν: ὄη ἀπαντᾷ ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10., 3. 12, 9· ὄα εν 2. 7, 7· οἴη ἐν 3. 15, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4· οὖα ἐν π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 5. ΙΙ. ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο ὄον, τό, τὸ «σοῦρβον» καὶ «σούρδουλον», Λατ. sorbum, ὅπερ ἐσχίζετο καὶ ἐτίθετο εἰς ἅλμην πρὸς χρῆσιν, Πλάτ. Συμπ. 190D, Διοσκ. 1. 173· - παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὠά, παρὰ δὲ τῷ Διοσκ. οὖα, ὁ δεύτερος δὲ οὗτος τύπος ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 360, 22, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2.