ἀναδιδάσκω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(13_5) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0186.png Seite 186]] (s. [[διδάσκω]]), 1) umlehren, eines Bessern belehren, Her. 4, 95; pass., 8, 63; Plat. Hipp. mai. 301 d; Ar. Plut. 563; bei Philostr. [[δρᾶμα]], ein Drama von neuem u. verändert aufführen. Auch = simplex, Thuc. 3, 97. 8, 86 u. Sp. – 2) λόγια, auslegen, deuten, Ar. Equ. 1040. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0186.png Seite 186]] (s. [[διδάσκω]]), 1) umlehren, eines Bessern belehren, Her. 4, 95; pass., 8, 63; Plat. Hipp. mai. 301 d; Ar. Plut. 563; bei Philostr. [[δρᾶμα]], ein Drama von neuem u. verändert aufführen. Auch = simplex, Thuc. 3, 97. 8, 86 u. Sp. – 2) λόγια, auslegen, deuten, Ar. Equ. 1040. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναδῐδάσκω''': (ἴδε [[διδάσκω]]), [[διδάσκω]] ἄλλως ἢ διὰ τρόπου καλλιτέρου, Λατ. dodocere, ἂν ὡς..., Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Θουκ. 3. 97., 8. 86· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] = [[διδάσκω]], ὁ αὐτ. 1. 32: - Παθ., διδάσκομαι καλλίτερα, [[μανθάνω]], ὅτι ... Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301D: [[μανθάνω]] καλλίτερα πράγματα, [[μεταβάλλω]] γνώμην, ἀναπείθομαι, Ἡρόδ. 8. 63: [[μανθάνω]] ἐκ νέου ἢ ἐξ ἀρχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 2. 9, 1. ΙΙ. ἀναδ. [[δρᾶμα]], [[μεταβάλλω]] δρᾶμά τι καὶ τὸ παρουσιάζω ἐκ νέου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Βλωμφ. προοίμ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. σελ. ΧΧΙΙ. 2) [[ἑρμηνεύω]], ἐξηγῶ, λόγια ἀν. τινά, εἴς τινα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1045, κτλ., πρβλ. Πλοῦτ. τοῦ [[αὐτοῦ]] 563. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 5 August 2017
English (LSJ)
A teach otherwise or better, ἀ. ὡς . . Hdt.4.95; τινά τι Luc.Pseudol. 13; simply, instruct, inform, Th.1.32, al., Ar.Pl.563, etc.:—Pass., to be better instructed, ὅτι . . Pl.Hp.Ma.301e; learn better things, change one's mind, Hdt.8.63 (dub.); learn anew or from the beginning, J. AJ 2.9.1. II ἀ. δρᾶμα produce play a second time, Vit.Aesch., Arg. 1 Ar.Ra., Philostr.VA6.11. 2 explain, ἓν οὐκ ἀναδιδάσκει σε τῶν λογίων Ar.Eq.1045.
German (Pape)
[Seite 186] (s. διδάσκω), 1) umlehren, eines Bessern belehren, Her. 4, 95; pass., 8, 63; Plat. Hipp. mai. 301 d; Ar. Plut. 563; bei Philostr. δρᾶμα, ein Drama von neuem u. verändert aufführen. Auch = simplex, Thuc. 3, 97. 8, 86 u. Sp. – 2) λόγια, auslegen, deuten, Ar. Equ. 1040.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδῐδάσκω: (ἴδε διδάσκω), διδάσκω ἄλλως ἢ διὰ τρόπου καλλιτέρου, Λατ. dodocere, ἂν ὡς..., Ἡρόδ. 4. 95, πρβλ. Θουκ. 3. 97., 8. 86· ὡσαύτως ἁπλῶς = διδάσκω, ὁ αὐτ. 1. 32: - Παθ., διδάσκομαι καλλίτερα, μανθάνω, ὅτι ... Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301D: μανθάνω καλλίτερα πράγματα, μεταβάλλω γνώμην, ἀναπείθομαι, Ἡρόδ. 8. 63: μανθάνω ἐκ νέου ἢ ἐξ ἀρχῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 2. 9, 1. ΙΙ. ἀναδ. δρᾶμα, μεταβάλλω δρᾶμά τι καὶ τὸ παρουσιάζω ἐκ νέου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Βλωμφ. προοίμ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. σελ. ΧΧΙΙ. 2) ἑρμηνεύω, ἐξηγῶ, λόγια ἀν. τινά, εἴς τινα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1045, κτλ., πρβλ. Πλοῦτ. τοῦ αὐτοῦ 563.