δρίμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(4)
 
(6_3)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dri/mai
|Beta Code=dri/mai
|Definition=<b class="b3">ψῦχος</b>, Hsch.
|Definition=<b class="b3">ψῦχος</b>, Hsch.
}}
{{ls
|lstext='''δρίμαι''': [[ψῦχος]], Ἡσύχ. (Ἡ [[συνήθεια]] ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς [[πέντε]] πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).
}}
}}

Revision as of 10:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρίμαι Medium diacritics: δρίμαι Low diacritics: δρίμαι Capitals: ΔΡΙΜΑΙ
Transliteration A: drímai Transliteration B: drimai Transliteration C: drimai Beta Code: dri/mai

English (LSJ)

ψῦχος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δρίμαι: ψῦχος, Ἡσύχ. (Ἡ συνήθεια ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς πέντε πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).