ἐπίθημα: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(13_6a) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0943.png Seite 943]] τό, = [[ἐπίθεμα]], Deckel, φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, Il. 24, 228, vgl. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150; – Her. 1, 48 u. Folgde; τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 13). – Denkmal auf dem Grabe, ἔθαψα καὶ [[ἐπίθημα]] καλὸν ἐπέθηκα Is. 2, 36. – Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze, D. Sic. 5, 50. – Nach den Atticisten bessere Form als [[ἐπίθεμα]], vgl. Lob. Phryn. 249. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0943.png Seite 943]] τό, = [[ἐπίθεμα]], Deckel, φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, Il. 24, 228, vgl. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150; – Her. 1, 48 u. Folgde; τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 13). – Denkmal auf dem Grabe, ἔθαψα καὶ [[ἐπίθημα]] καλὸν ἐπέθηκα Is. 2, 36. – Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze, D. Sic. 5, 50. – Nach den Atticisten bessere Form als [[ἐπίθεμα]], vgl. Lob. Phryn. 249. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίθημα''': τὸ, πᾶν ὅ τι ἐπιτίθεται (πρβλ. [[ἐπίθεμα]]), ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2663· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐπικάλυμμα, [[σκέπασμα]], Τουρκ. «καπάκι», φωριαμῶν ἐπιθήματα, «κιβωτίων πώματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 228, πρβλ. Ἱππών. 47 (41). Ἡρόδ. 1. 48· ἀσπίδα ἐπ. τῷ φρέατι παράθες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. (ἴδε Δινδ. 2, σ. 505)· τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελὼν Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· τὸ ἐπίπεδον τῆς τραπέζης, ἡ [[ἐπιφάνεια]] αὐτῆς, τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων Ἀθην. 49Α. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ τάφου τιθέμενον [[μνημεῖον]] ἢ [[ἄγαλμα]], ἢ [[ἁπλῶς]] [[κάλυμμα]], ἔθαψα… καὶ [[ἐπίθημα]] καλὸν ἐπέθηκα Ἰσαῖος 2. 36, Πλουτ. Νουμᾶς 22, Παυσ. 1. 2, 3., 43. 8., 2. 7, 2 κτλ. 3) ἡ αἰχμὴ δόρατος, ἐπιδορατίς, Διόδ. 5. 30. 4) [[ἐπίσημον]], διακριτικὸν [[σημεῖον]], ὅτου δὲ ὁ [[ἀλεκτρυών]] ἐστιν [[ἐπίθημα]] τῇ ἀσπίδι, κτλ., Παυσ. 5. 25, 9.- Πρβλ. σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. σ. 249. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A something put on (cf. ἐπίθεμα): hence, 1. lid, cover, φωριαμῶν ἐπιθήματα lids of chests, Il.24.228, cf. Hippon.56, Hp. Morb.2.26, Hdt.1.48, Arist.Ath.68.3, IG22.1408; ἀσπίδα ἐ. τῷ φρέατι παράθες Ar.Fr.295; τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp.Com.1.13; slab, used as the top of a table, Ath.2.49a. 2. monument, sepulchral figure, Is.2.36, Paus.1.2.3. 3. head of a spear, D.S.5.30. 4. device on a shield, Paus.5.25.9. 5. Medic., application, Aret.CA 1.1, 2.2.
German (Pape)
[Seite 943] τό, = ἐπίθεμα, Deckel, φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, Il. 24, 228, vgl. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150; – Her. 1, 48 u. Folgde; τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 13). – Denkmal auf dem Grabe, ἔθαψα καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα Is. 2, 36. – Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze, D. Sic. 5, 50. – Nach den Atticisten bessere Form als ἐπίθεμα, vgl. Lob. Phryn. 249.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθημα: τὸ, πᾶν ὅ τι ἐπιτίθεται (πρβλ. ἐπίθεμα), ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2663· ἐντεῦθεν, 1) ἐπικάλυμμα, σκέπασμα, Τουρκ. «καπάκι», φωριαμῶν ἐπιθήματα, «κιβωτίων πώματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 228, πρβλ. Ἱππών. 47 (41). Ἡρόδ. 1. 48· ἀσπίδα ἐπ. τῷ φρέατι παράθες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. (ἴδε Δινδ. 2, σ. 505)· τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελὼν Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· τὸ ἐπίπεδον τῆς τραπέζης, ἡ ἐπιφάνεια αὐτῆς, τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων Ἀθην. 49Α. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ τάφου τιθέμενον μνημεῖον ἢ ἄγαλμα, ἢ ἁπλῶς κάλυμμα, ἔθαψα… καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα Ἰσαῖος 2. 36, Πλουτ. Νουμᾶς 22, Παυσ. 1. 2, 3., 43. 8., 2. 7, 2 κτλ. 3) ἡ αἰχμὴ δόρατος, ἐπιδορατίς, Διόδ. 5. 30. 4) ἐπίσημον, διακριτικὸν σημεῖον, ὅτου δὲ ὁ ἀλεκτρυών ἐστιν ἐπίθημα τῇ ἀσπίδι, κτλ., Παυσ. 5. 25, 9.- Πρβλ. σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. σ. 249.