ἐπίσημον
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
τό,
A distinguishing mark, device, badge, Hdt.1.195; badge or bearing on a shield, v.l. in Id.9.74; ensign or flag (or figurehead) of a ship, Id.8.88, cf. Hp.Ep.17; device on a coin, Plu.Thes.6; on a signet, SIG2588.3 (Delos, ii B.C.); serial number, PPetr.3p.203 (iii B.C.); ἐπίσημα, τά, hieroglyphics, OGI56.64 (Canopus, iii B.C.).
II. generally, mark, imprint, τῶν ὁπλῶν S.Ichn.102.
French (Bailly abrégé)
marque distinctive, càd :
1 emblème ou inscription sur l'avant d'un navire;
2 ciselure d'un emblème (serpent, mouche, etc.) sur un bouclier (épisème);
3 empreinte d'une monnaie;
Étymologie: ἐπί, σῆμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσημον: τό
1 знак, изображение (σκῆπτρον ἄνευ ἐπισήμου Her.; ἐ. τοῦ νομίσματος Plut.);
2 отличительный (опознавательный) знак, эмблема (τῆς νεῶς Her.; ἐπίσημα καὶ σύμβολα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσημον: τό, πᾶν διακριτικὸν σημεῖον, οἷον τὸ οἰκόσημον, Ἡρόδ. 1. 195· σχέδιον ἢ σημεῖον ἐπὶ τῆς ἀσπίδος (πρβλ. ἐπίσημα), ὁ αὐτ. 9. 74· ἡ σημαία ἢ τὰ σήματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 8, 88· ἡ ἐπὶ νομίσματος παράστασις, Πλουτ. Θησ. 6.
Greek Monotonic
ἐπίσημον: τό, = ἐπίσημα, οποιοδήποτε διακριτικό σημάδι, έμβλημα ή οικόσημο, σχέδιο πάνω σε ασπίδα, σημαία, σήμα πλοίου, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐπίσημον, ου, τό, = ἐπίσημα,]
any distinguishing mark, a device or badge, the bearing on a shield, the ensign of a ship, Hdt. [from ἐπίσημος