οὐρίαχος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
(13_4)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0418.png Seite 418]] ὁ (von [[οὐρά]]), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος [[οὐρίαχος]], das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. [[οὐρακός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0418.png Seite 418]] ὁ (von [[οὐρά]]), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος [[οὐρίαχος]], das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. [[οὐρακός]].
}}
{{ls
|lstext='''οὐρίᾰχος''': ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, [[τουτέστι]] τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[αἰχμή]], Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. [[πολεμίζω]], καὶ πρβλ. [[στύραξ]], [[σαυρωτήρ]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ [[σιδήριον]] ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον [[μέρος]] τοῦ δόρατος». 2) τὸ [[μέσον]] τῆς κώπης, [[Πολυδ]]. Α΄, 90 (κοινῶς [[οὐρακός]]).
}}
}}

Revision as of 10:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρίᾰχος Medium diacritics: οὐρίαχος Low diacritics: ουρίαχος Capitals: ΟΥΡΙΑΧΟΣ
Transliteration A: ouríachos Transliteration B: ouriachos Transliteration C: ouriachos Beta Code: ou)ri/axos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οὐρά)

   A bottom, ἔγχεος οὐ. butt-end of the spear, opp. αἰχμή, Il.13.443, A.R.3.1253, AP6.111 (Antip.), Hld.9.15; of an arrow-head, the part fixed in the shaft, tang, Paul.Aeg.6.88 (v. l.); apptly. stem of a candlestick in Call.Fr.anon.50.    2 part of an oar, Poll.1.90 (v.l. οὐρακός).

German (Pape)

[Seite 418] ὁ (von οὐρά), das hinterste, letzte Ende: ἔγχεος οὐρίαχος, das untere mit Eisen beschlagene Ende der Lanze, Il. 13, 443. 16, 612. 17, 528: πλήξας ῥομβωτῷ δούρατος οὐριάχῳ, Antp. Sid. 19 (VI, 111). S. οὐρακός.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρίᾰχος: ὁ, (οὐρὰ) ὁ σαυρωτὴρ τοῦ δόρατος, τουτέστι τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀντίθ. τῷ αἰχμή, Ἰλ. Ν. 443, κτλ.· ἰδὲ ἐν λ. πολεμίζω, καὶ πρβλ. στύραξ, σαυρωτήρ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐρίαχον· τὸν σαυρωτῆρα. ἔστι δὲ σιδήριον ἐγκεκαμμένον εἰς τὸ ἕτερον μέρος τοῦ δόρατος». 2) τὸ μέσον τῆς κώπης, Πολυδ. Α΄, 90 (κοινῶς οὐρακός).