μυδάω: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] feucht, durchnäßt sein; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278 (φόνῳ μυδόωντες Nic. Th. 308); μυδῶσα κηκὶς μηρίων, Ant. 995; μυδῶν [[σῶμα]], der verwesende Leichnam, 406; so bes. Sp., von zu vieler Feuchtigkeit verderben, verfaulen, Pol. 6, 25, 7; Luc. D. Mort. 14, 5; Alciphr. 3, 33; s. Ruhnk. Tim. p. 184.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] feucht, durchnäßt sein; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278 (φόνῳ μυδόωντες Nic. Th. 308); μυδῶσα κηκὶς μηρίων, Ant. 995; μυδῶν [[σῶμα]], der verwesende Leichnam, 406; so bes. Sp., von zu vieler Feuchtigkeit verderben, verfaulen, Pol. 6, 25, 7; Luc. D. Mort. 14, 5; Alciphr. 3, 33; s. Ruhnk. Tim. p. 184.
}}
{{ls
|lstext='''μῠδάω''': μέλλ. -ήσω, ([[μύδος]]) εἶμαι [[ὑγρός]], [[κάθυγρος]], [[διάβροχος]], [[στάζω]], φόνου μυδώσας σταγόνας Σοφ. Ο. Τ. 1278· περὶ τοῦ ἐν Ἀντ. 1008, ἴδε ἐν λέξει κηκίς· φόνῳ μυδόωντες ὀδόντες Νικ. Θηρ. 308· μύροις μ. Ἀνθ. Π. 5. 199. ΙΙ. εἶμαι ὑγρὸς ἐκ σήψεως, ἐπὶ πτώματος, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 909, Σοφ. Ἀντ. 410, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1531, κτλ.
}}
}}

Revision as of 10:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠδάω Medium diacritics: μυδάω Low diacritics: μυδάω Capitals: ΜΥΔΑΩ
Transliteration A: mydáō Transliteration B: mydaō Transliteration C: mydao Beta Code: muda/w

English (LSJ)

(μύδος A)

   A to be damp, dripping, φόνου μυδώσας σταγόνας S. OT1278; μυδῶσα κηκίς Id.Ant.1008; φόνῳ μυδόωντες (v.l. -όεντες) ὀδόντες Nic. Th.308; μύροις μ. AP5.198 (Hedyl.); μυδόωσα ἀπὸ χροὸς ἔρρεε λάχνη A.R.4.1531; of ulcers, Hp.Ulc.10; [θυρεοὶ] ὑπὸ τῶν ὄμβρων . . μυδῶντες Plb.6.25.7; of the eyelids (v. sq.), Dsc.1.71,72.    II to be damp, clammy from decay, σὰρξ μυδῶσα Hp.VC15; of a corpse, S.Ant.410.

German (Pape)

[Seite 213] feucht, durchnäßt sein; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278 (φόνῳ μυδόωντες Nic. Th. 308); μυδῶσα κηκὶς μηρίων, Ant. 995; μυδῶν σῶμα, der verwesende Leichnam, 406; so bes. Sp., von zu vieler Feuchtigkeit verderben, verfaulen, Pol. 6, 25, 7; Luc. D. Mort. 14, 5; Alciphr. 3, 33; s. Ruhnk. Tim. p. 184.

Greek (Liddell-Scott)

μῠδάω: μέλλ. -ήσω, (μύδος) εἶμαι ὑγρός, κάθυγρος, διάβροχος, στάζω, φόνου μυδώσας σταγόνας Σοφ. Ο. Τ. 1278· περὶ τοῦ ἐν Ἀντ. 1008, ἴδε ἐν λέξει κηκίς· φόνῳ μυδόωντες ὀδόντες Νικ. Θηρ. 308· μύροις μ. Ἀνθ. Π. 5. 199. ΙΙ. εἶμαι ὑγρὸς ἐκ σήψεως, ἐπὶ πτώματος, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 909, Σοφ. Ἀντ. 410, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1531, κτλ.