διατρώγω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(13_2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0608.png Seite 608]] (s. [[τρώγω]]), durchnagen; διατρώξομαι τὸ [[δίκτυον]] Ar. Fesp. 164; [[διατραγεῖν]] 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0608.png Seite 608]] (s. [[τρώγω]]), durchnagen; διατρώξομαι τὸ [[δίκτυον]] Ar. Fesp. 164; [[διατραγεῖν]] 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.
}}
{{ls
|lstext='''διατρώγω''': μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων [[κατακόπτω]] ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ [[δίκτυον]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[τρώγω]] ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.
}}
}}

Revision as of 10:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατρώγω Medium diacritics: διατρώγω Low diacritics: διατρώγω Capitals: ΔΙΑΤΡΩΓΩ
Transliteration A: diatrṓgō Transliteration B: diatrōgō Transliteration C: diatrogo Beta Code: diatrw/gw

English (LSJ)

fut.

   A -τρώξομαι Ar.V.164: aor. -έτρᾰγον ib.367:—gnaw through, τὸ δίκτυον Il.cc., cf. Com.Adesp.757; τὰς νευράς Arist. Rh.1401b16; keep munching, Pl.Com.173.10:—Pass., Hp.Mul.1.107.    2 c. gen. rei, eat of, Ael.VH1.10.

German (Pape)

[Seite 608] (s. τρώγω), durchnagen; διατρώξομαι τὸ δίκτυον Ar. Fesp. 164; διατραγεῖν 368, u. öfter; τῆς βοτάνης, daran fressen, Ael. V. H. 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

διατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι· ἀόρ. -έτραγον· -διὰ τῶν ὀδόντων κατακόπτω ὁλόκληρον· ῥοκανίζω ἐντελῶς, τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφηξ. 164, 368· τὰς νευρὰς Ἀριστ. Ρητ. 2.24,6· καταμασῶ, Πλάτ. Κωμ. Φα. 1.10. 2) μετὰ γεν. πράγμ., τρώγω ἔκ τινος, Αἰλ. Π. Ἱστ. 1.10.