συγκαταψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(c2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] mit oder zugleich durch seine Stimme verurtheilen, Plut. Them. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0966.png Seite 966]] mit oder zugleich durch seine Stimme verurtheilen, Plut. Them. 21.
}}
{{ls
|lstext='''συγκαταψηφίζομαι''': ἀποθετ., καταψηφίζω [[ὁμοῦ]], [[συγκαταδικάζω]], Πλουτ. Θεμιστ. 21. ΙΙ. Παθ., συγκαταλέγομαι, συγκαταριθμοῦμαι, συγκατεψηφίσθη [[μετὰ]] τῶν [[ἕνδεκα]] ἀποστόλων Πράξ. Ἀποστ. α΄, 26.
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταψηφίζομαι Medium diacritics: συγκαταψηφίζομαι Low diacritics: συγκαταψηφίζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΨΗΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatapsēphízomai Transliteration B: synkatapsēphizomai Transliteration C: sygkatapsifizomai Beta Code: sugkatayhfi/zomai

English (LSJ)

   A condemn with or together, Plu.Them.21.    II Pass., to be reckoned along with, μετά τινων Act.Ap.1.26.

German (Pape)

[Seite 966] mit oder zugleich durch seine Stimme verurtheilen, Plut. Them. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταψηφίζομαι: ἀποθετ., καταψηφίζω ὁμοῦ, συγκαταδικάζω, Πλουτ. Θεμιστ. 21. ΙΙ. Παθ., συγκαταλέγομαι, συγκαταριθμοῦμαι, συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων Πράξ. Ἀποστ. α΄, 26.