ἀτάρακτος: Difference between revisions
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
(13_4) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] nicht verwirrt, nicht beunruhigt, unerschütterlich, Plat. Tim. 47 c Xen. Cyr. 2, 1, 31; von keiner Leidenschaft bewegt, ἀταρακτότερος M. Anton. 4, 24; nicht beunruhigend, Xen. de re equ. 7, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0383.png Seite 383]] nicht verwirrt, nicht beunruhigt, unerschütterlich, Plat. Tim. 47 c Xen. Cyr. 2, 1, 31; von keiner Leidenschaft bewegt, ἀταρακτότερος M. Anton. 4, 24; nicht beunruhigend, Xen. de re equ. 7, 10. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀτάρακτος''': -ον, ὁ μὴ τεταραγμένος, ἀεὶ [[ὅμοιος]], περιφοραὶ Πλάτ. Τίμ. 47C. ΙΙ. ὁ μὴ ταραχθείς, ὁ μὴ εἰς σύγχυσιν περιπεσών, [[εὐσταθής]], περὶ τῶν ἀμφὶ τὸ [[στράτευμα]] ὑπηρετῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31· οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 2, 1 (ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατα): [[καθόλου]], [[ἄνευ]] ταραχῆς, [[ἥσυχος]], ὁ αὐτ. Ἱππ. 7, 10. ΙΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ πάθους διαταραχθείς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 7: [[ἀπαθής]] Μ. Ἀντων. 4. 24. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not disturbed, uniform, περίοδοι Pl.Ti.47c. II not disturbed, without confusion, steady, of soldiers, X.Cyr.2.1.31: generally, quiet, Id.Eq.7.10 (Sup.). Adv. Sup. -ότατα Id.Eq.Mag.2.1. III not excited, calm, Arist.HA 630b12: Comp., M.Ant.4.24; of the sea, prob. in Arist.Pr.944b23. Adv. -τως, ζῆν Phld.Herc.1003.
German (Pape)
[Seite 383] nicht verwirrt, nicht beunruhigt, unerschütterlich, Plat. Tim. 47 c Xen. Cyr. 2, 1, 31; von keiner Leidenschaft bewegt, ἀταρακτότερος M. Anton. 4, 24; nicht beunruhigend, Xen. de re equ. 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάρακτος: -ον, ὁ μὴ τεταραγμένος, ἀεὶ ὅμοιος, περιφοραὶ Πλάτ. Τίμ. 47C. ΙΙ. ὁ μὴ ταραχθείς, ὁ μὴ εἰς σύγχυσιν περιπεσών, εὐσταθής, περὶ τῶν ἀμφὶ τὸ στράτευμα ὑπηρετῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31· οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 2, 1 (ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατα): καθόλου, ἄνευ ταραχῆς, ἥσυχος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 7, 10. ΙΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ πάθους διαταραχθείς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 7: ἀπαθής Μ. Ἀντων. 4. 24.