ἴσημι: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(13_4)
 
(6_5)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] dor. [[ἴσαμι]], ich weiß, ich kenne, = [[οἶδα]]; Pind. P. 4, 248; Theocr. 5, 119; 3. Pers. ἴσατι 14, 35; plur. ἴσαμεν Pind. N. 7, 14; ἴσαντι P. 3, 29; Theocr. 15, 64. Die Form ἴσασι, wie ἴσμεν, [[ἴδμεν]], [[ἴσαν]], s. unter [[οἶδα]] bei ειδω.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] dor. [[ἴσαμι]], ich weiß, ich kenne, = [[οἶδα]]; Pind. P. 4, 248; Theocr. 5, 119; 3. Pers. ἴσατι 14, 35; plur. ἴσαμεν Pind. N. 7, 14; ἴσαντι P. 3, 29; Theocr. 15, 64. Die Form ἴσασι, wie ἴσμεν, [[ἴδμεν]], [[ἴσαν]], s. unter [[οἶδα]] bei ειδω.
}}
{{ls
|lstext='''ἴσημι''': γινώσκω· ἀλλὰ τοῦ ἐνεστ. εὑρίσκομεν μόνον τούτους τοὺς Δωρ. τύπους, ἴσᾱμι Ἐπίχ. 98 Ahr., Πινδ. Π. 4. 441, Θεόκρ. 5. 119· ἴσης ἢ ἴσας ὁ αὐτ. 14. 34· ἴσᾱτι ὁ αὐτ. 15. 146· ἴσᾰμεν Πινδ. Ν. 7. 21· ἴσᾰτε Περίανδρ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 99· [[ἴσαντι]] Ἐπίχ. 26 Ahr, Θεόκρ. 15. 64., 25. 27· γ΄ πληθ. ὑποτ. ἰσᾶντι Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3053· μετοχ. δοτ. [[ἴσαντι]] Πινδ. Π. 3. 52. ― Περὶ ἄλλων τύπων, οἵτινες φαίνονται ὡς ἀνήκοντες εἰς τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο, [[οἷον]], ἴσμεν, [[ἴδμεν]], [[ἴσθι]], [[ἴσαν]], ἴδε ἐν λέξ. *[[εἴδω]] Β. ῐ-· ἀλλὰ ῑ- ἐν Θεοκρ. 25. 27.
}}
}}

Revision as of 10:23, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1263] dor. ἴσαμι, ich weiß, ich kenne, = οἶδα; Pind. P. 4, 248; Theocr. 5, 119; 3. Pers. ἴσατι 14, 35; plur. ἴσαμεν Pind. N. 7, 14; ἴσαντι P. 3, 29; Theocr. 15, 64. Die Form ἴσασι, wie ἴσμεν, ἴδμεν, ἴσαν, s. unter οἶδα bei ειδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσημι: γινώσκω· ἀλλὰ τοῦ ἐνεστ. εὑρίσκομεν μόνον τούτους τοὺς Δωρ. τύπους, ἴσᾱμι Ἐπίχ. 98 Ahr., Πινδ. Π. 4. 441, Θεόκρ. 5. 119· ἴσης ἢ ἴσας ὁ αὐτ. 14. 34· ἴσᾱτι ὁ αὐτ. 15. 146· ἴσᾰμεν Πινδ. Ν. 7. 21· ἴσᾰτε Περίανδρ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 99· ἴσαντι Ἐπίχ. 26 Ahr, Θεόκρ. 15. 64., 25. 27· γ΄ πληθ. ὑποτ. ἰσᾶντι Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3053· μετοχ. δοτ. ἴσαντι Πινδ. Π. 3. 52. ― Περὶ ἄλλων τύπων, οἵτινες φαίνονται ὡς ἀνήκοντες εἰς τὸ ῥῆμα τοῦτο, οἷον, ἴσμεν, ἴδμεν, ἴσθι, ἴσαν, ἴδε ἐν λέξ. *εἴδω Β. ῐ-· ἀλλὰ ῑ- ἐν Θεοκρ. 25. 27.