ἀποπληρωτής: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(c1)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] ὁ, der Erfüller, τῶν αἱρεθέντων Plat. Rep. X. 620 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] ὁ, der Erfüller, τῶν αἱρεθέντων Plat. Rep. X. 620 e.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποπληρωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ συμπληρῶν ἢ ἐκπληρῶν, τῶν αἱρεθέντων Πλάτ. Πολ. 620Ε. - Ἐπίθ. -ωτικός, ή, όν, ὁ συμπληρῶν, ὁ ἐκπληρῶν, Γεωργ. Ἀκροπ. Χρον. σ. 26Β. - Ἐπίρρ. -ικῶς Θεόδ. Στουδ. σ. 139D.
}}
}}

Revision as of 10:24, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπληρωτής Medium diacritics: ἀποπληρωτής Low diacritics: αποπληρωτής Capitals: ΑΠΟΠΛΗΡΩΤΗΣ
Transliteration A: apoplērōtḗs Transliteration B: apoplērōtēs Transliteration C: apoplirotis Beta Code: a)poplhrwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who completes or fulfils, τῶν αἱρεθέντων Pl.R.620e, cf. Jul.Or.2.90c, Iamb.Myst.5.10,al.

German (Pape)

[Seite 319] ὁ, der Erfüller, τῶν αἱρεθέντων Plat. Rep. X. 620 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπληρωτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπληρῶν ἢ ἐκπληρῶν, τῶν αἱρεθέντων Πλάτ. Πολ. 620Ε. - Ἐπίθ. -ωτικός, ή, όν, ὁ συμπληρῶν, ὁ ἐκπληρῶν, Γεωργ. Ἀκροπ. Χρον. σ. 26Β. - Ἐπίρρ. -ικῶς Θεόδ. Στουδ. σ. 139D.