οὐλάς: Difference between revisions
(13_4) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0412.png Seite 412]] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu [[οὖλος]], χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = [[πήρα]], Ranzen, wie Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0412.png Seite 412]] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu [[οὖλος]], χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = [[πήρα]], Ranzen, wie Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''οὐλάς''': -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[οὖλος]] (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = [[πήρα]], [[θύλακος]], Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ [[οὖδας]] ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of οὖλος (B),
A crisped, crinkled, χαίτη δρυός, of oak-leaves, Nic.Al.260. II as Subst., = πήρα, θύλακος, πτωχῶν οὐ. ἀεὶ κενεή Call.Fr.360 (θυλὰς cj. Ruhnken for οὐλαὶ, κενεή Hecker for κεναί), cf. Hsch. s. vv. θυλίδες, θυλλίς, οὐλάδες, Phot., Sch.Theoc.1.53; restd. for οὖδας in AP7.413 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 412] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu οὖλος, χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας, Nic. Al. 260, wohl das dichte Laub, aber der Schol. erkl. ὑγιαστική. Nach Tzetz. zu Lycophr. 183 = πήρα, Ranzen, wie Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ οὖλος (Β), οὔλη, «σγουρή», ἐπὶ τῶν φύλλων δρυός, Νικ. Ἀλεξιφ. 260. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πήρα, θύλακος, Ἡσύχ., Φώτ., Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 183· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ οὖδας ἐν Ἀνθ. Π. 7. 413· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 440.