ὀργιάζω: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(13_6b) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] Orgien feiern; Eur. Bacch. 416; vom Bacchus, Ap. Rh. 2, 907 u. a. sp. D.; auch in Prosa, τὸν φανέντα κεκτημένον ἕτερα ἱερὰ καὶ ὀργιάζοντα πλὴν τὰ δημόσια, Plat. Legg. X, 910, in allgemeiner Bedeutung, feierliche Handlungen, Weihen vornehmen, τελετήν, Phaedr. 250 c; auch im med., μετὰ θεοὺς καὶ τοῖς δαίμοσιν ὅ γ' [[ἔμφρων]] ὀργιάζοιτ' ἄν, Legg. IV, 717 b. Er braucht es auch neben [[τιμάω]], wie wir »feiern«, Phaedr. 252 d; vgl. θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργιάζειν, Plut. Cic. 19; D. Hal. 1, 69. – Auch <b class="b2">weihen</b>, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα, Plat. Legg. IV, 717 b. – Plut. Num. 8 verbindet θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησεν, öfter, wie a. Sp. – Auch τινά, Einen in die Orgien einweihen, aufnehmen, Philo. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] Orgien feiern; Eur. Bacch. 416; vom Bacchus, Ap. Rh. 2, 907 u. a. sp. D.; auch in Prosa, τὸν φανέντα κεκτημένον ἕτερα ἱερὰ καὶ ὀργιάζοντα πλὴν τὰ δημόσια, Plat. Legg. X, 910, in allgemeiner Bedeutung, feierliche Handlungen, Weihen vornehmen, τελετήν, Phaedr. 250 c; auch im med., μετὰ θεοὺς καὶ τοῖς δαίμοσιν ὅ γ' [[ἔμφρων]] ὀργιάζοιτ' ἄν, Legg. IV, 717 b. Er braucht es auch neben [[τιμάω]], wie wir »feiern«, Phaedr. 252 d; vgl. θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργιάζειν, Plut. Cic. 19; D. Hal. 1, 69. – Auch <b class="b2">weihen</b>, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα, Plat. Legg. IV, 717 b. – Plut. Num. 8 verbindet θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησεν, öfter, wie a. Sp. – Auch τινά, Einen in die Orgien einweihen, aufnehmen, Philo. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀργιάζω''': μέλλ. -άσω, τελῶ [[ὄργια]], Εὐρ. Βάκχ. 415, κτλ.· μετ’ αἰτ., ὀργ. τελετὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· [[ὄργια]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 910C· θυσίας, πομπάς, κτλ., Πλουτ. Νουμᾶς 8, κτλ. - Μέσ., ὀργιάζομαι δαίμονι, τελῶ αὐτῷ λατρείαν, [[μετὰ]] θεοὺς δὲ τούσδε καὶ τοῖς δαίμοσιν ὃ γ’ [[ἔμφρων]] ὀργιάζοιτ’ ἂν Πλάτ. Νόμ. 717Β· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῶν ἱδρυμάτων τῶν θεῶν, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα [[αὐτόθι]]. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τιμῶ ἢ [[λατρεύω]] δι’ ὀργίων, Στράβ. 469· τὴν θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργ. Διον. Ἁλ. 1. 69, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 19. 2) ὀργ. τινά, μυῶ, [[εἰσάγω]] εἰς τὴν γνῶσιν τῶν ὀργίων ἢ μυστηρίων, Φίλων 2. 158, Λουκ. Τραγῳδοπ. 112. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:26, 5 August 2017
English (LSJ)
A celebrate ὄργια, E.Ba.415 (lyr.), etc.: c. acc., ὀ. τελετήν Pl.Phdr.250c; ἱερά Id.Lg.910c; θυσίας, πομπάς, χορείας Plu.Num.8: c. dat., pay ritual service to a god or goddess, ταύτῃ Str.10.3.12:—so in Med., ὀργιάζεσθαι δαίμοσι, and in Pass., of the sacred places, have service done in them, both in Pl.Lg.717b. II c. acc., honour or worship with ὄργια, ταύτην v.l. in Str. l.c. ; τοὺς μεγάλους θεούς D.H.1.69, cf. Plu.Cic.19. 2 ὀ. τινά initiate into ὄργια, Ph.2.158, Luc.Trag.112.
German (Pape)
[Seite 370] Orgien feiern; Eur. Bacch. 416; vom Bacchus, Ap. Rh. 2, 907 u. a. sp. D.; auch in Prosa, τὸν φανέντα κεκτημένον ἕτερα ἱερὰ καὶ ὀργιάζοντα πλὴν τὰ δημόσια, Plat. Legg. X, 910, in allgemeiner Bedeutung, feierliche Handlungen, Weihen vornehmen, τελετήν, Phaedr. 250 c; auch im med., μετὰ θεοὺς καὶ τοῖς δαίμοσιν ὅ γ' ἔμφρων ὀργιάζοιτ' ἄν, Legg. IV, 717 b. Er braucht es auch neben τιμάω, wie wir »feiern«, Phaedr. 252 d; vgl. θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργιάζειν, Plut. Cic. 19; D. Hal. 1, 69. – Auch weihen, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα, Plat. Legg. IV, 717 b. – Plut. Num. 8 verbindet θυσίαις καὶ πομπαῖς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησεν, öfter, wie a. Sp. – Auch τινά, Einen in die Orgien einweihen, aufnehmen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιάζω: μέλλ. -άσω, τελῶ ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 415, κτλ.· μετ’ αἰτ., ὀργ. τελετὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 250C· ὄργια ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 910C· θυσίας, πομπάς, κτλ., Πλουτ. Νουμᾶς 8, κτλ. - Μέσ., ὀργιάζομαι δαίμονι, τελῶ αὐτῷ λατρείαν, μετὰ θεοὺς δὲ τούσδε καὶ τοῖς δαίμοσιν ὃ γ’ ἔμφρων ὀργιάζοιτ’ ἂν Πλάτ. Νόμ. 717Β· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῶν ἱδρυμάτων τῶν θεῶν, ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα αὐτόθι. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τιμῶ ἢ λατρεύω δι’ ὀργίων, Στράβ. 469· τὴν θεὸν ὀργιασμοῖς ὀργ. Διον. Ἁλ. 1. 69, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 19. 2) ὀργ. τινά, μυῶ, εἰσάγω εἰς τὴν γνῶσιν τῶν ὀργίων ἢ μυστηρίων, Φίλων 2. 158, Λουκ. Τραγῳδοπ. 112.