ἀμελής: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0121.png Seite 121]] ές ([[μέλει]]), 1) sorglos, unbekümmert, neben [[ἀργός]] Plat. Rep. IV, 421 d; τινός, um etwas, τῶν κακῶν, σμικρῶν Conv. 197 d; Legg. X, 901 d; ἀμελέστερος Xen. Cyr. 7, 5, 22; ἀμελέστερον ἐπορεύετο Hell. 7, 8, 36. – 2) pass. vernachlässigt, Xen. Hell. 6, 5, 41; Dem. 50, 15; οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι, ich habe mich darum gekümmert, Luc. Dips. 9; ἀμελές ἐστί μοι [[περί]] τινος Dio Chrys. 1, 200. – Adv. ἀμελῶς, z. B. ἔχειν, sorglos sein, Plat. Legg. XI, 932 a; τινός, sich um etwas nicht kümmern; [[περί]] τι Xen. Cyr. 1, 2, 7; [[πρός]] τι Oec. 2, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0121.png Seite 121]] ές ([[μέλει]]), 1) sorglos, unbekümmert, neben [[ἀργός]] Plat. Rep. IV, 421 d; τινός, um etwas, τῶν κακῶν, σμικρῶν Conv. 197 d; Legg. X, 901 d; ἀμελέστερος Xen. Cyr. 7, 5, 22; ἀμελέστερον ἐπορεύετο Hell. 7, 8, 36. – 2) pass. vernachlässigt, Xen. Hell. 6, 5, 41; Dem. 50, 15; οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι, ich habe mich darum gekümmert, Luc. Dips. 9; ἀμελές ἐστί μοι [[περί]] τινος Dio Chrys. 1, 200. – Adv. ἀμελῶς, z. B. ἔχειν, sorglos sein, Plat. Legg. XI, 932 a; τινός, sich um etwas nicht kümmern; [[περί]] τι Xen. Cyr. 1, 2, 7; [[πρός]] τι Oec. 2, 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμελής''': [ᾰ], ές, ([[μέλει]]) = [[ἀμελής]], [[ὀλίγωρος]], [[ἀπρόσεκτος]], [[ἀδιάφορος]], Ἀριστοφ. Λυσ. 882, Ξεν. Ἀπομ. 2. 6, 19· [[φιλοπότης]] τε κἀμελὴς Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 10· ἀργὸς... καὶ ἀμ. Πλάτ. Πολ. 421D, κτλ.: - [[οὕτως]] ἐν ἐπιρρ. -λῶς = ἀμελῶς, ὀλιγώρως, Θουκ. 6. 100. Συγκρ. -έστερον ὁ αὐτ. 2.11. 2) μ. γεν., ὁ ἀμελῶν τινος, ἀδιαφορῶν [[πρός]] τι, Πλάτ. Σοφ. 225D, κτλ.: [[περί]] τινα Ἰσοκρ. 391Α: - [[οὕτως]] ἐν ἐπιρρ., ἀμελῶς ἔχειν τινὸς Πλάτ. Νόμ. 932Α: [[πρός]] τι Ξεν. Οἰκ. 2. 7: [[περί]] τινα ὁ αὐτ. Κύρ. Παιδ. 1. 2, 7. 3) μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἀμελὴς ποιεῖν, οὐχὶ ἀμελὴς εἰς τὸ ἐκτελεῖν Πλούτ. 2. 64F. ΙΙ. παθ., ὁ περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, παρημελημένος, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 41. 2) οὐκ ἀμελὲς ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι [[πρόθυμος]] νὰ..., ἐνδιαφέρομαι νὰ... Λουκ. περὶ τῶν Διψάδων 9. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 5 August 2017
English (LSJ)
(A), [ᾰ], ές, (μέλει)
A careless, negligent, Ar.Lys.882, X.Mem.2.6.19; φιλοπότης τε κἀμελής Eup.208; ἀργὸς . . καὶ ἀ. Pl.R.421d, etc. Adv. -λῶς carelessly, Th.6.100: Comp. -έστερον Id.2.11; -εστέρως Aen.Tact. 26.8. 2 c. gen., careless of... Pl.Sph.225d, etc.; περί τινα Isoc. 19.32. Adv., ἐάν τις γονέων -έστερον ἔχῃ τοῦ δέοντος Pl.Lg.932a; ἀμελῶς ἔχειν πρός τι X.Oec.2.7; περὶ θεούς Id.Cyr.1.2.7. 3 c. inf., οὐκ ἀ. ποιεῖν not negligent in doing, Plu.2.64f. II Pass., uncared for, unheeded, οὐδενὶ τούτων ἀ. X.HG6.5.41, cf. D.50.15; οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι, c. inf., I have taken pains to... Luc.Dips.9.
ἀμελ-ής (B), ές, (μέλος)
A unmelodious, φωνή Poll.2.117.
German (Pape)
[Seite 121] ές (μέλει), 1) sorglos, unbekümmert, neben ἀργός Plat. Rep. IV, 421 d; τινός, um etwas, τῶν κακῶν, σμικρῶν Conv. 197 d; Legg. X, 901 d; ἀμελέστερος Xen. Cyr. 7, 5, 22; ἀμελέστερον ἐπορεύετο Hell. 7, 8, 36. – 2) pass. vernachlässigt, Xen. Hell. 6, 5, 41; Dem. 50, 15; οὐκ ἀμελὲς γεγένηταί μοι, ich habe mich darum gekümmert, Luc. Dips. 9; ἀμελές ἐστί μοι περί τινος Dio Chrys. 1, 200. – Adv. ἀμελῶς, z. B. ἔχειν, sorglos sein, Plat. Legg. XI, 932 a; τινός, sich um etwas nicht kümmern; περί τι Xen. Cyr. 1, 2, 7; πρός τι Oec. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελής: [ᾰ], ές, (μέλει) = ἀμελής, ὀλίγωρος, ἀπρόσεκτος, ἀδιάφορος, Ἀριστοφ. Λυσ. 882, Ξεν. Ἀπομ. 2. 6, 19· φιλοπότης τε κἀμελὴς Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 10· ἀργὸς... καὶ ἀμ. Πλάτ. Πολ. 421D, κτλ.: - οὕτως ἐν ἐπιρρ. -λῶς = ἀμελῶς, ὀλιγώρως, Θουκ. 6. 100. Συγκρ. -έστερον ὁ αὐτ. 2.11. 2) μ. γεν., ὁ ἀμελῶν τινος, ἀδιαφορῶν πρός τι, Πλάτ. Σοφ. 225D, κτλ.: περί τινα Ἰσοκρ. 391Α: - οὕτως ἐν ἐπιρρ., ἀμελῶς ἔχειν τινὸς Πλάτ. Νόμ. 932Α: πρός τι Ξεν. Οἰκ. 2. 7: περί τινα ὁ αὐτ. Κύρ. Παιδ. 1. 2, 7. 3) μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἀμελὴς ποιεῖν, οὐχὶ ἀμελὴς εἰς τὸ ἐκτελεῖν Πλούτ. 2. 64F. ΙΙ. παθ., ὁ περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, παρημελημένος, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5. 41. 2) οὐκ ἀμελὲς ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι πρόθυμος νὰ..., ἐνδιαφέρομαι νὰ... Λουκ. περὶ τῶν Διψάδων 9.