σκῶλον: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] τό, Anstoß, Hinderniß, LXX. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] τό, Anstoß, Hinderniß, LXX. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκῶλον''': τό, = [[σκῶλος]], Ἐτυμόλ. Μέγ., Ἡσύχ. ΙΙ. [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]], ἐμπόδιον, ὡς τὸ [[σκάνδαλον]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι΄, 7, κ. ἀλλ.)· - [[ἐντεῦθεν]] σκωλόομαι, Παθ., πειράζομαι, [[προσκόπτω]], σκανδαλίζομαι, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:33, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,= σκῶλος, EM155.37, Hsch. (pl.). II stumblingblock, hindrance, like σκάνδαλον, LXX Ex.10.7, al.:—whence σκωλόομαι, Pass., to be offended, Aq.Ho.9.8, Al.De.7.25.
German (Pape)
[Seite 909] τό, Anstoß, Hinderniß, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶλον: τό, = σκῶλος, Ἐτυμόλ. Μέγ., Ἡσύχ. ΙΙ. πρόσκομμα, κώλυμα, ἐμπόδιον, ὡς τὸ σκάνδαλον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι΄, 7, κ. ἀλλ.)· - ἐντεῦθεν σκωλόομαι, Παθ., πειράζομαι, προσκόπτω, σκανδαλίζομαι, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.