κτηδών: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(13_5) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1518.png Seite 1518]] όνος, ἡ, 1) nach Hesych. der <b class="b2">Dreizack</b>. – 2) bei Theophr. u. Mathem. vett. κτηδόνες τοῦ ξύλου, die <b class="b2">Fasernim Holz</b> (vgl. [[εὐκτήδων]]). – Aehnl. auch die Lagen od. Schichten des Schiefersteins, Diosc. – 3) der <b class="b2">Kamm</b>, Sp. Vgl. [[κτείς]] u. κτίων. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1518.png Seite 1518]] όνος, ἡ, 1) nach Hesych. der <b class="b2">Dreizack</b>. – 2) bei Theophr. u. Mathem. vett. κτηδόνες τοῦ ξύλου, die <b class="b2">Fasernim Holz</b> (vgl. [[εὐκτήδων]]). – Aehnl. auch die Lagen od. Schichten des Schiefersteins, Diosc. – 3) der <b class="b2">Kamm</b>, Sp. Vgl. [[κτείς]] u. κτίων. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κτηδών''': -όνος, ἡ, (κτεὶς) [[κυρίως]] [[κτένιον]]· ― [[ἐντεῦθεν]], αἱ ἴνες ξύλου [[ἐπειδὴ]] κεῖνται παραλλήλως ὡς οἱ ὀδόντες κτενός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 9 κἑξ. (πρβλ. [[εὐκτήδων]])· ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἥρωνι ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 134, κτηδόνες ξύλου, φαίνεται ὅτι σημαίνει συγκεντρικοὺς κύκλους τοῦ ξύλου· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν ἰνῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 269. 45· ἐπὶ τῶν χιτώνων ἐν τῷ κερατοειδεῖ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ροῦφος 55· ἐπὶ τῶν πλακῶν σχιστολίθου ἢ τῶν στρωμάτων [[αὐτοῦ]], Διοσκ. 5. 145· ἐπὶ ἰνῶν λίνου ἢ ξαντοῦ, Γαλην. 7. 518. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:33, 5 August 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A line of fissure in the fibre of wood, Thphr.HP5.1.9 sq.; κτηδόνες ξύλου grain of wood, HeroBel.96.12, cf. Suid. 2 Medic. in pl., fibres of the heart, Hp.Cord.10, cf. Erot.s.v. ἶνες. b layers in the cornea of the eye, Ruf.Anat.10. c κ. πιμελῆς fibres in a piece of fat, Sor.1.118. 3 layers of slate, Dsc.5.127. 4 gills of a mushroom, Id.3.1. 5 shreds of lint, Gal.8.415. (Cf. εὐκτέανος (B), εὐθυκτέανον, ἰθυκτέανον.)
German (Pape)
[Seite 1518] όνος, ἡ, 1) nach Hesych. der Dreizack. – 2) bei Theophr. u. Mathem. vett. κτηδόνες τοῦ ξύλου, die Fasernim Holz (vgl. εὐκτήδων). – Aehnl. auch die Lagen od. Schichten des Schiefersteins, Diosc. – 3) der Kamm, Sp. Vgl. κτείς u. κτίων.
Greek (Liddell-Scott)
κτηδών: -όνος, ἡ, (κτεὶς) κυρίως κτένιον· ― ἐντεῦθεν, αἱ ἴνες ξύλου ἐπειδὴ κεῖνται παραλλήλως ὡς οἱ ὀδόντες κτενός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 9 κἑξ. (πρβλ. εὐκτήδων)· ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἥρωνι ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 134, κτηδόνες ξύλου, φαίνεται ὅτι σημαίνει συγκεντρικοὺς κύκλους τοῦ ξύλου· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν ἰνῶν τοῦ σώματος, Ἱππ. 269. 45· ἐπὶ τῶν χιτώνων ἐν τῷ κερατοειδεῖ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ροῦφος 55· ἐπὶ τῶν πλακῶν σχιστολίθου ἢ τῶν στρωμάτων αὐτοῦ, Διοσκ. 5. 145· ἐπὶ ἰνῶν λίνου ἢ ξαντοῦ, Γαλην. 7. 518.