ἀποφλεγματίζω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0335.png Seite 335]] den Schleim abführen, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0335.png Seite 335]] den Schleim abführen, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποφλεγματίζω''': ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ [[πέπερι]]) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, [[αὐτόθι]] 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:34, 5 August 2017
English (LSJ)
A purge away phlegm or cleanse from it, Dsc.2.159, Antyll. ap. Orib.8.10.2; promote the discharge of phlegm or mucus, Gal. 11.769, etc.
German (Pape)
[Seite 335] den Schleim abführen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφλεγματίζω: ἐνεργῶ ὡς καθαρτικὸν τῶν φλεγμάτων, ἀποφλεγματίζει δὲ σὺν σταφίδι διαμασηθὲν (τὸ πέπερι) Διοσκ. 2. 198 (189)· συντελῶ πρὸς ἐξαγωγὴν τῶν φλεγμάτων, Γαλην. 11. 769, κτλ.: -Οὐσιαστ. ἀποφλεγματισμός, οῦ, ὁ, αὐτόθι 5. 4· - ἐπίθ. ἀποφλεγματικός, ή, όν, Γαλην.