τιμώρημα: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(13_5) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] τό, 1) Hülfe, <b class="b2">Beistand</b>, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, <b class="b2">Strafe</b>, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] τό, 1) Hülfe, <b class="b2">Beistand</b>, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, <b class="b2">Strafe</b>, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τῑμώρημα''': τό, [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], [[συνδρομή]], [[μετὰ]] δοτικ., τὰ Μενέλεῳ τιμωρήματα, [[βοήθεια]] δοθεῖσα εἰς αὐτόν, Ἡρόδ. 7. 169. ΙΙ. [[πρᾶξις]] ἐκδικήσεως, τ. τινος εἴς τινα, [[ἐκδίκησις]] ἣν λαμβάνει τις [[παρά]] τινος, Πλούτ. 2. 860A. 2) [[ποινή]], [[τιμωρία]], διπλᾶ... ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὀφλόντι Πλάτ. Νόμ. 866B, πρβλ. Πολ. 363E. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A act of vengeance, τ. Κορινθίων εἰς Σαμίους Plu.2.860a. 2 penalty, διπλᾶ . . ἔστω τὰ τ. τῷ ὀφλόντι Pl.Lg.866b, cf. R.363e. II aid, succour, τὰ Μενέλεω τιμωρήματα succour given to him, Hdt.7.169 (Μενέλεῳ Wesseling).
German (Pape)
[Seite 1116] τό, 1) Hülfe, Beistand, τινός, der Einem geleistet wird; auch τὰ Μενελέῳ τιμωρήματα, der dem Menelaos geleistete Beistand, Her. 7, 169. – 2) Rache, Strafe, Züchtigung, διπλᾶ ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὄφλοντι Plat. Legg. IX, 866 b; τὸ Κορινθίων τ. εἰς Σαμίους Plut. de Her. mal. 22.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμώρημα: τό, βοήθεια, ἐπικουρία, συνδρομή, μετὰ δοτικ., τὰ Μενέλεῳ τιμωρήματα, βοήθεια δοθεῖσα εἰς αὐτόν, Ἡρόδ. 7. 169. ΙΙ. πρᾶξις ἐκδικήσεως, τ. τινος εἴς τινα, ἐκδίκησις ἣν λαμβάνει τις παρά τινος, Πλούτ. 2. 860A. 2) ποινή, τιμωρία, διπλᾶ... ἔστω τὰ τιμωρήματα τῷ ὀφλόντι Πλάτ. Νόμ. 866B, πρβλ. Πολ. 363E.