προσκρεμάννυμι: Difference between revisions
From LSJ
(13_1) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] (s. [[κρεμάννυμι]]), anhängen, dranhängen, pass. anhangen, dranhangen, προσκρέμαται, Pol. 2, 10, 4. 16, 3, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] (s. [[κρεμάννυμι]]), anhängen, dranhängen, pass. anhangen, dranhangen, προσκρέμαται, Pol. 2, 10, 4. 16, 3, 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσκρεμάννῡμι''': [[κρεμῶ]] τι [[πρός]] τι ἢ ἔκ τινος, τινί τι Γεωπ. 10. 5. ― Παθητ., [[ὅπου]] τὰ μορμολυκεῖα προσκρεμάννυται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 187˙ οὕτω, προσκρέμαμαι, Ἱππ. 261. 13, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 16, Πολύβ. 2. 10, 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 5 August 2017
English (LSJ)
A hang a thing on or to, ὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῖς στελέχεσι Gp. 10.5:—Pass., to be hung up to, hang up, Ar.Fr.131: προσκρέμᾰμαι, to be attached or suspended, πρὸς τὸ ἔμβρυον Hp. Superf.8, cf. Arist.Mech.856a23, Plb.2.10.4.
German (Pape)
[Seite 770] (s. κρεμάννυμι), anhängen, dranhängen, pass. anhangen, dranhangen, προσκρέμαται, Pol. 2, 10, 4. 16, 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσκρεμάννῡμι: κρεμῶ τι πρός τι ἢ ἔκ τινος, τινί τι Γεωπ. 10. 5. ― Παθητ., ὅπου τὰ μορμολυκεῖα προσκρεμάννυται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 187˙ οὕτω, προσκρέμαμαι, Ἱππ. 261. 13, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 16, Πολύβ. 2. 10, 4.