προσκρεμάννυμι
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
hang a thing on or to, ὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῖς στελέχεσι Gp. 10.5:—Pass., to be hung up to, hang up, Ar.Fr.131: προσκρέμᾰμαι, to be attached or suspended, πρὸς τὸ ἔμβρυον Hp. Superf.8, cf. Arist.Mech.856a23, Plb.2.10.4.
German (Pape)
[Seite 770] (s. κρεμάννυμι), anhängen, dranhängen, pass. anhangen, dranhangen, προσκρέμαται, Pol. 2, 10, 4. 16, 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσκρεμάννῡμι: κρεμῶ τι πρός τι ἢ ἔκ τινος, τινί τι Γεωπ. 10. 5. ― Παθητ., ὅπου τὰ μορμολυκεῖα προσκρεμάννυται Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 187˙ οὕτω, προσκρέμαμαι, Ἱππ. 261. 13, Ἀριστ. Μηχαν. 24, 16, Πολύβ. 2. 10, 4.
Greek Monolingual
Α·1. κρεμώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο ή από κάτι άλλο («ὅταν θήκας προσκρεμῶσι τοῖς στελέχεσι», Γεωπ.)
2. κρεμιέμαι, εξαρτώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].