ὑπερισχύω: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(b) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] überaus stark, fest sein, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] überaus stark, fest sein, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:46, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A to be exceedingly strong, of fire, Thphr.Ign.10; ὁ λόγος LXX 2 Ki.24.4; οἶνος ib.qEs.3.10, cf. 4.41; of trees, to be too luxuriant, Thphr.CP3.18.2. 2 of persons, to be overbearing, Sammelb. 4638.6 (ii B. C.). II c. gen., to be stronger than, prevail over, τοῦ πάθους J.BJ1.29.4, cf. LXX Jo.17.18: also c. acc., PPetr.2p.58 (iii B. C., cf. 3p.66), PRyl.119.30 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1197] überaus stark, fest sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερισχύω: [ῡ], εἶμαι ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ λόγος Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· οἶνος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, βλαστάνω ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).