εὔξεστος: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(13_5) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von [[ἀπήνη]], Il. 24, 275, [[ῥυμός]], 271, [[φάτνη]], 280, Od. oft, [[χηλός]], 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1084.png Seite 1084]] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von [[ἀπήνη]], Il. 24, 275, [[ῥυμός]], 271, [[φάτνη]], 280, Od. oft, [[χηλός]], 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔξεστος''': Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, [[ἀλλά]], ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - [[καλῶς]] ἐξεσμένος, ὡς τὸ [[εὔξοος]], ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, [[ῥυμός]], [[ἀπήνη]], [[φάτνη]] Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:46, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. ἐΰξεστος, η, ον, but ος, ον Od. 15.333: (ξέω):—
A well-planed, well-polished, of carpenters' work, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη, Il.24.271, 275, 280; χηλός Od.13.10; ἄκοντες 14.225; τράπεζαι 15.333; τὸ εὔξεστον Luc.Hist.Conscr.27.
German (Pape)
[Seite 1084] ep. ἐΰξεστος, auch 3 Endgn, wohl geglättet, polirt, übh. sauber gearbeitet, von Holzarbeiten, oft bei Hom., Beiw. von ἀπήνη, Il. 24, 275, ῥυμός, 271, φάτνη, 280, Od. oft, χηλός, 13, 10, ἄκοντες, 14, 225; sp. D., σανίδες, Man. 6, 524; λάεσσιν ἐϋξέστοισιν Ep. ad. 375 a (IX, 688). – In Prosa Luc. Quom. hist. scrib. 27 τοῦ θεοποδίου τὸ εὔξεστον.
Greek (Liddell-Scott)
εὔξεστος: Ἐπικ. ἐΰξεστος, η, ον, ἀλλά, ος, ον, Ὀδ. Ο. 333: (ξέω): - καλῶς ἐξεσμένος, ὡς τὸ εὔξοος, ἐπὶ τῆς ἐργασίας τέκτονος, ῥυμός, ἀπήνη, φάτνη Ἰλ. Ω. 271, 275, 280˙ χηλὸς Ὀδ. Ν. 10˙ ἄκοντες Ξ. 225˙ - τὸ εὔξεστον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 559, δ΄.