φιλόγελως: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(13_3)
 
(6_14)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1278.png Seite 1278]] ωτος, ὁ, das Lachen liebend, gern lachend; φιλογέλωτας Plat. Rep. III, 388 e; Ggstz [[ὀδυρτικός]], Arist. rhet. 2, 13; Sp., wie Alciphr. 3, 43; [[φιλόγελως]] ὄντας Ath. VI, 261 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1278.png Seite 1278]] ωτος, ὁ, das Lachen liebend, gern lachend; φιλογέλωτας Plat. Rep. III, 388 e; Ggstz [[ὀδυρτικός]], Arist. rhet. 2, 13; Sp., wie Alciphr. 3, 43; [[φιλόγελως]] ὄντας Ath. VI, 261 c.
}}
{{ls
|lstext='''φῐλόγελως''': ὁ, ἡ ὁ φιλῶν τὸν γέλωτα, ὁ φιλῶν νὰ γελᾷ φιλογέλωτας Πλάτ. Πολ. 388Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 16· [[ἐναντίον]] τὸ ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι [[αὐτόθι]] 2. 13, 15· ― [[ὡσαύτως]] κλίνεται καὶ κατὰ τὴν Ἀττικ. κλίσιν, οὐδ. φιλόγελω Φιλόστρ. 518· αἰτ. πληθ. [[φιλόγελως]] Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 261D, ἴδε Μοῖριν 385, Θωμ. Μάγιστρ. 897.
}}
}}

Revision as of 10:47, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1278] ωτος, ὁ, das Lachen liebend, gern lachend; φιλογέλωτας Plat. Rep. III, 388 e; Ggstz ὀδυρτικός, Arist. rhet. 2, 13; Sp., wie Alciphr. 3, 43; φιλόγελως ὄντας Ath. VI, 261 c.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγελως: ὁ, ἡ ὁ φιλῶν τὸν γέλωτα, ὁ φιλῶν νὰ γελᾷ φιλογέλωτας Πλάτ. Πολ. 388Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 16· ἐναντίον τὸ ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι αὐτόθι 2. 13, 15· ― ὡσαύτως κλίνεται καὶ κατὰ τὴν Ἀττικ. κλίσιν, οὐδ. φιλόγελω Φιλόστρ. 518· αἰτ. πληθ. φιλόγελως Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 261D, ἴδε Μοῖριν 385, Θωμ. Μάγιστρ. 897.