ἀνεκφοίτητος: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(a)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] nicht ausgehend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0221.png Seite 221]] nicht ausgehend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεκφοίτητος''': -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, [[ἀκοινώνητος]], Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.
}}
}}

Revision as of 10:47, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκφοίτητος Medium diacritics: ἀνεκφοίτητος Low diacritics: ανεκφοίτητος Capitals: ΑΝΕΚΦΟΙΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anekphoítētos Transliteration B: anekphoitētos Transliteration C: anekfoititos Beta Code: a)nekfoi/thtos

English (LSJ)

ον,

   A not proceeding or emanating: hence, inseparable from .., τὰ μέρη τῶν ὅλων Procl.inTi.1.6 D., in Prm.p.634 S.; τοῦ ὅλου Dam.Pr.289; τοῦ ἑυός ib.59; ἀπὸ [τῆς οὐσίας] ib. 66; ἑαυτῆς Eustr.in EN40.8.

German (Pape)

[Seite 221] nicht ausgehend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκφοίτητος: -ον, μὴ εἰθισμένος νὰ ἐξέρχηται, ἀκοινώνητος, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Β΄, σ. 421, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 136, Διον. Ἀεροπ. σ. 177, 179, 250, 266, Νικήτ. Βυζ. 785Β, κλπ.