χοϊκός: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χοϊκός''': -ή, -όν, ([[χοῦς]] Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, [[πήλινος]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε [[χοῦς]] (Α) ἐν τέλει. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (χοῦς B)
A of earth or clay, 1 Ep.Cor.15.47; κόνις Ph. 2.673. II of the age to take part in the festival of χόες, IG3.1342.
German (Pape)
[Seite 1361] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χοϊκός: -ή, -όν, (χοῦς Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, πήλινος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε χοῦς (Α) ἐν τέλει.