τήρησις: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(13_2) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] εως, ἡ, Bewahrung, Behütung, Beobachtung; Thuc. 2, 13; Plat. def. 413 e; Sp., wie N. T. Auch = Verwahrungsort, Gewahrsam, Thuc. 6, 86; N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] εως, ἡ, Bewahrung, Behütung, Beobachtung; Thuc. 2, 13; Plat. def. 413 e; Sp., wie N. T. Auch = Verwahrungsort, Gewahrsam, Thuc. 6, 86; N. T. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τήρησις''': -εως, ἡ, [[φύλαξις]], [[φρούρησις]], [[ἀφύλακτος]] ἡ [[τήρησις]] Εὐρ. Ἀποσπ. 162· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 18. 2) [[ἐπαγρύπνησις]], Θουκ. 7. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, Πολύβ. 6. 59, 5. 3) [[μέσον]] τηρήσεως ἢ φυλάξεως, τὰς λιθοτομίας..., ἀσφαλεστάτην τ., τὰ λατομεῖα..., ὁ ἀσφαλέστερος [[τόπος]] πρὸς φύλαξιν, ἀσφαλεστάτη [[φυλακή]], Θουκ. 7. 86· ἔθεντο εἰς τήρησιν Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 3, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει [[δημοσίᾳ]] ε΄, 18. ΙΙ. τὸ τηρεῖν διαφυλάττειν, [[τήρησις]] ἀξιώματος Πλάτ. Ὅροι 413Ε, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 23., 2. 246, κλ.· - παρὰ Φίλωνι 1. 125, ὑπάρχει διττὴ [[χρῆσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A watching, safe-keeping, guarding, ἀφύλακτος ἡ τ. E.Fr.162; τῆς πολιτείας Arist.Pol.1308a30, cf. PA 692a7; τῆς πόλεως Supp.Epigr.6.724 (Perga, ii/i B.C.); τῆς οἰκίας POxy.1070.51 (iii A.D.); ἀξιώματος Pl.Def.413e; τῆς ἡλικίας Epicur. Sent.Vat.80; [πλούτου] Phld.Oec.p.44J.; preservation, e.g. of health, Gal.10.646, Pap. in Stud.Ital.12(1935).94 (iii A.D.); observance, νόμων, ἐντολῶν, LXX Wi.6.18(19), 1 Ep.Cor.7.19; λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος SIG683.60 (Olympia, ii B.C.). 2 vigilance, Th.7.13, Plb.6.11A.10. 3 means of keeping or guarding, τὰς λιθοτομίας... ἀσφαλεστάτην τ. the quarries... the most secure place of custody, Th. 7.86, cf. Act.Ap.4.3, BGU388 iii 7 (ii A.D.). II observing, observation, τῶν καθόλου συμβαινόντων (as Empiric term) Sor.1.4, cf. Gal. 15.830, 16.550, 18(2).307, Sect.Intr.4, S.E.P.1.23, 2.246, A.D.Synt.37.14, etc.
German (Pape)
[Seite 1108] εως, ἡ, Bewahrung, Behütung, Beobachtung; Thuc. 2, 13; Plat. def. 413 e; Sp., wie N. T. Auch = Verwahrungsort, Gewahrsam, Thuc. 6, 86; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
τήρησις: -εως, ἡ, φύλαξις, φρούρησις, ἀφύλακτος ἡ τήρησις Εὐρ. Ἀποσπ. 162· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 18. 2) ἐπαγρύπνησις, Θουκ. 7. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, Πολύβ. 6. 59, 5. 3) μέσον τηρήσεως ἢ φυλάξεως, τὰς λιθοτομίας..., ἀσφαλεστάτην τ., τὰ λατομεῖα..., ὁ ἀσφαλέστερος τόπος πρὸς φύλαξιν, ἀσφαλεστάτη φυλακή, Θουκ. 7. 86· ἔθεντο εἰς τήρησιν Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 3, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ ε΄, 18. ΙΙ. τὸ τηρεῖν διαφυλάττειν, τήρησις ἀξιώματος Πλάτ. Ὅροι 413Ε, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 23., 2. 246, κλ.· - παρὰ Φίλωνι 1. 125, ὑπάρχει διττὴ χρῆσις.