τρώκτης: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(12) |
(6_19) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=trw/kths | |Beta Code=trw/kths | ||
|Definition=ου, ὁ, (τρώγω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">gnawer, mibbler</b>: but in <span class="bibl">Od.14.289</span>, <span class="bibl">15.416</span>, Phoenician traffickers are called <b class="b3">τρῶκται</b>, <b class="b2">greedy knaves</b>; so τ. σφόδρ' ἐστίν <span class="title">Com.Adesp.</span>606; and Gramm. explain <b class="b3">τρώκτης</b> by <b class="b3">φάγος, φιλοκερδής, πανοῦργος, ἀπατεών</b>, Hsch., Phot., <span class="bibl">Eust.1757.51</span>; φιλοχρήματοι καὶ τ. Philostr.<span class="title">Her.Prooem.</span>1. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> as Adj., <b class="b3">τρῶκται χεῖρες</b> <b class="b2">greedy</b> hands, of a usurer, <span class="title">AP</span>9.409 (Antiphan., dub. cj.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">a sea-fish with sharp teeth</b>, = [[ἀμία]] (q.v.), <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>1.5</span>.</span> | |Definition=ου, ὁ, (τρώγω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">gnawer, mibbler</b>: but in <span class="bibl">Od.14.289</span>, <span class="bibl">15.416</span>, Phoenician traffickers are called <b class="b3">τρῶκται</b>, <b class="b2">greedy knaves</b>; so τ. σφόδρ' ἐστίν <span class="title">Com.Adesp.</span>606; and Gramm. explain <b class="b3">τρώκτης</b> by <b class="b3">φάγος, φιλοκερδής, πανοῦργος, ἀπατεών</b>, Hsch., Phot., <span class="bibl">Eust.1757.51</span>; φιλοχρήματοι καὶ τ. Philostr.<span class="title">Her.Prooem.</span>1. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> as Adj., <b class="b3">τρῶκται χεῖρες</b> <b class="b2">greedy</b> hands, of a usurer, <span class="title">AP</span>9.409 (Antiphan., dub. cj.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">a sea-fish with sharp teeth</b>, = [[ἀμία]] (q.v.), <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>1.5</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρώκτης''': -ου, ὁ, ([[τρώγω]]) ὁ τρώγων, κατατρώγων, «[[φαγᾶς]]», ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ο. 415, Φοίνικες... [[ἤλυθον]] ἄνδρες, τρῶκται, μυρί’ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ σημαίνει: πανοῦργοι, κερδαλέοι, ἀπατεῶνες, Φοίνιξ ἦλθεν [[ἀνήρ]], ἀπατήλια εἰδώς, [[τρώκτης]], «τρώκτην, ὅ ἐστι φάγον, φιλοκερδῆ, φιλάργυρον, ἐκ παντὸς ἐθέλοντα τρώγειν, ὅ ἐστι κερδαίνειν, κατὰ τοὺς παλαιοὺς δὲ ἀπατεῶνα, παραλογιστὴν» (Εὐστ.)· Ὀδ. Ξ. 288· τρ. σφόδρ’ ἐστίν Κωμ. Ἀνώνυμ. 236.· πρβλ. Φιλόστρ. 660. 2) ὡς ἐπίθ., τρῶκται χεῖρες, αἱ ἄπληστοι χεῖρες τοῦ τοκογλύφου, Ἀνθ. Π. 9. 409. ΙΙ. [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] ἔχων ὀξεῖς ὀδόντας, ὁ λεγόμενος [[ἀμία]] νῦν «γουφάρι» (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 76), Αἰλ. π. Ζ. 1. 5, Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 554. ΙΙΙ. = τρὼξ Ι, Ἱερακοσόφ. (Ἐκ τοῦ [[τρώκτης]] παρήχθη τὸ Λατ. tructus, tructa, Ἰταλ. truta, Γαλλ. truit, Ἀγγλ. trout). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 228. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (τρώγω)
A gnawer, mibbler: but in Od.14.289, 15.416, Phoenician traffickers are called τρῶκται, greedy knaves; so τ. σφόδρ' ἐστίν Com.Adesp.606; and Gramm. explain τρώκτης by φάγος, φιλοκερδής, πανοῦργος, ἀπατεών, Hsch., Phot., Eust.1757.51; φιλοχρήματοι καὶ τ. Philostr.Her.Prooem.1. 2 as Adj., τρῶκται χεῖρες greedy hands, of a usurer, AP9.409 (Antiphan., dub. cj.). II a sea-fish with sharp teeth, = ἀμία (q.v.), Ael.NA1.5.
Greek (Liddell-Scott)
τρώκτης: -ου, ὁ, (τρώγω) ὁ τρώγων, κατατρώγων, «φαγᾶς», ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ο. 415, Φοίνικες... ἤλυθον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί’ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ σημαίνει: πανοῦργοι, κερδαλέοι, ἀπατεῶνες, Φοίνιξ ἦλθεν ἀνήρ, ἀπατήλια εἰδώς, τρώκτης, «τρώκτην, ὅ ἐστι φάγον, φιλοκερδῆ, φιλάργυρον, ἐκ παντὸς ἐθέλοντα τρώγειν, ὅ ἐστι κερδαίνειν, κατὰ τοὺς παλαιοὺς δὲ ἀπατεῶνα, παραλογιστὴν» (Εὐστ.)· Ὀδ. Ξ. 288· τρ. σφόδρ’ ἐστίν Κωμ. Ἀνώνυμ. 236.· πρβλ. Φιλόστρ. 660. 2) ὡς ἐπίθ., τρῶκται χεῖρες, αἱ ἄπληστοι χεῖρες τοῦ τοκογλύφου, Ἀνθ. Π. 9. 409. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθὺς ἔχων ὀξεῖς ὀδόντας, ὁ λεγόμενος ἀμία νῦν «γουφάρι» (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 76), Αἰλ. π. Ζ. 1. 5, Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 554. ΙΙΙ. = τρὼξ Ι, Ἱερακοσόφ. (Ἐκ τοῦ τρώκτης παρήχθη τὸ Λατ. tructus, tructa, Ἰταλ. truta, Γαλλ. truit, Ἀγγλ. trout). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 228.