παλίνορσος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(13_4)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] zurückeilend, zurückkehrend; ὡς δ' ὅτε [[τίς]] τε δράκοντα ἰδὼν [[παλίνορσος]] ἀπέστη, Il. 3, 33; zurück, ἄγε νῆα κεῖσέ τε καὶ παλίνορσον εἰς Ἑλλάδα, Ap. Rh. 1, 416. 2, 576 u. a. sp. D., wie Coluth. 47; Ep. athl. Stat. 15 (XV, 44).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] zurückeilend, zurückkehrend; ὡς δ' ὅτε [[τίς]] τε δράκοντα ἰδὼν [[παλίνορσος]] ἀπέστη, Il. 3, 33; zurück, ἄγε νῆα κεῖσέ τε καὶ παλίνορσον εἰς Ἑλλάδα, Ap. Rh. 1, 416. 2, 576 u. a. sp. D., wie Coluth. 47; Ep. athl. Stat. 15 (XV, 44).
}}
{{ls
|lstext='''πᾰλίνορσος''': -ον, ([[ὄρνυμι]]) ὁ ὁρμῶν ἢ τινασσόμενος πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν [[παλίνορσος]] ἀπέστη Ἰλ. Γ. 33. νῆα ... π. ἐς Ἑλλάδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 416. πρβλ. [[παλινόρμενος]], [[παλίνορτος]]· - [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., [[πάλιν]] [[ὀπίσω]], Ἐμπεδ. 365, Ἀνθ. Π. 7. 608· Ἀττ. παλίνορρον, μὲ τιναγμὸν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179 Elmsl. (κοινῶς παλίνορον).
}}
}}

Revision as of 10:50, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνορσος Medium diacritics: παλίνορσος Low diacritics: παλίνορσος Capitals: ΠΑΛΙΝΟΡΣΟΣ
Transliteration A: palínorsos Transliteration B: palinorsos Transliteration C: palinorsos Beta Code: pali/norsos

English (LSJ)

ον,

   A backwards, back, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Il.3.33, cf. Emp.35.1; ἄγε νῆα . . π. ἐς Ἑλλάδα A.R.1.416; π. φορή retrograde movement, Aret.SA2.5; recurrent, ἣν ἡ νοῦσος π. ὀφθῇ Id.CD1.5: neut. as Adv., back again, AP7.608 (Eutolm.): Att. πᾰλίνορρον, with a backward wrench, Ar.Ach.1179. (-ορσος prob. = ὄρρος, cf. παλιμπυγηδόν.)

German (Pape)

[Seite 450] zurückeilend, zurückkehrend; ὡς δ' ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη, Il. 3, 33; zurück, ἄγε νῆα κεῖσέ τε καὶ παλίνορσον εἰς Ἑλλάδα, Ap. Rh. 1, 416. 2, 576 u. a. sp. D., wie Coluth. 47; Ep. athl. Stat. 15 (XV, 44).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνορσος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ ὁρμῶν ἢ τινασσόμενος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Ἰλ. Γ. 33. νῆα ... π. ἐς Ἑλλάδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 416. πρβλ. παλινόρμενος, παλίνορτος· - ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., πάλιν ὀπίσω, Ἐμπεδ. 365, Ἀνθ. Π. 7. 608· Ἀττ. παλίνορρον, μὲ τιναγμὸν πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179 Elmsl. (κοινῶς παλίνορον).