ἀσκήτρια: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(c1) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] ἡ, fem. zu [[ἀσκητής]], bes. K. S., Nonne, von geistlichen Uebungen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] ἡ, fem. zu [[ἀσκητής]], bes. K. S., Nonne, von geistlichen Uebungen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀσκήτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀσκητής]]: μοναχή ἀσκητικῶς διαβιοῦσα, [[μοναστήριον]] ἔχον ἀσκητρίας ρδ΄. Βίος Ἁγ. Εὐπραξίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 1480Α, Κύριλλ. Ἱερ. Κατήχ. 10. 19, Παλλαδ. Λαυσ. 1096C κλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:59, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A ἀσκητής 11, ἀ. γυναῖκες Cat.Cod.Astr.7.225.29, cf. Anatolian Studies p.81.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, fem. zu ἀσκητής, bes. K. S., Nonne, von geistlichen Uebungen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀσκητής: μοναχή ἀσκητικῶς διαβιοῦσα, μοναστήριον ἔχον ἀσκητρίας ρδ΄. Βίος Ἁγ. Εὐπραξίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 1480Α, Κύριλλ. Ἱερ. Κατήχ. 10. 19, Παλλαδ. Λαυσ. 1096C κλ.