ἐπιτατικός: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0989.png Seite 989]] ή, όν, anspannend, vermehrend, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0989.png Seite 989]] ή, όν, anspannend, vermehrend, Gramm. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιτᾰτικός''': -ή, -όν, ([[ἐπιτείνω]]) ὁ σημαίνων ἐπίτασιν, ἀντίθετον τῷ [[ἀνεκτικός]], «ἢ τὸ δα ἐπιτατικὸν» (ἐν τῇ λ. δασπλῆτι) Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 632, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ἐπιτείνω)
A intensive, τὸ δα- ἐ. Sch.Theoc.2.14 ; of μᾶλλον, A.D.Conj.223.4. Adv. -κῶς Sch.S.OC632 : Comp. -ώτερον Vett.Val.117.36.
German (Pape)
[Seite 989] ή, όν, anspannend, vermehrend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτᾰτικός: -ή, -όν, (ἐπιτείνω) ὁ σημαίνων ἐπίτασιν, ἀντίθετον τῷ ἀνεκτικός, «ἢ τὸ δα ἐπιτατικὸν» (ἐν τῇ λ. δασπλῆτι) Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 14, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 632, κτλ.