μαλακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(8)
 
(6_13a)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=malaki/zomai
|Beta Code=malaki/zomai
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μαλακισθήσομαι <span class="bibl">D.C.38.18</span>: aor. ἐμαλακίσθην <span class="bibl">Th.2.42</span>, al., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>267a</span>, <span class="bibl">D.24.175</span>: less freq. in med. form <b class="b3">ἐμαλακισάμην</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span>33</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>4.2.21</span>:—<b class="b2">to be softened</b> or <b class="b2">made effeminate, show weakness</b> or <b class="b2">cowardice</b>, <b class="b3">οὔτε πλούτου τις . . ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι</b> Th.l.c.; of soldiers, μὴ ὄντος χωρίου . . ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε Id.7.77; κἂν αὐτὸς μαλακίζηται <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>2.3.3</span>; <b class="b3">μ. πρὸς τὸν θάνατον</b> <b class="b2">meet</b> death <b class="b2">like a weakling</b>, Id.<span class="title">Ap.</span> l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">to be softened, appeased</b>, <span class="bibl">Th.6.29</span>; πρὸς τὸ παρόν <span class="bibl">Id.3.40</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">to be weakly</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>605a25</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>1.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.420.16</span> (iii B. C.), <span class="title">SIG</span>2850.24 (Delph., ii B. C.): acc. to Phot. applied to men in Att., opp. <b class="b3">ἀσθενεῖν</b>, of women, but this is not so; cf. <span class="bibl">Alciphr. 2.1</span>.</span>
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> μαλακισθήσομαι <span class="bibl">D.C.38.18</span>: aor. ἐμαλακίσθην <span class="bibl">Th.2.42</span>, al., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span>267a</span>, <span class="bibl">D.24.175</span>: less freq. in med. form <b class="b3">ἐμαλακισάμην</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ap.</span>33</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>4.2.21</span>:—<b class="b2">to be softened</b> or <b class="b2">made effeminate, show weakness</b> or <b class="b2">cowardice</b>, <b class="b3">οὔτε πλούτου τις . . ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι</b> Th.l.c.; of soldiers, μὴ ὄντος χωρίου . . ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε Id.7.77; κἂν αὐτὸς μαλακίζηται <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>2.3.3</span>; <b class="b3">μ. πρὸς τὸν θάνατον</b> <b class="b2">meet</b> death <b class="b2">like a weakling</b>, Id.<span class="title">Ap.</span> l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">to be softened, appeased</b>, <span class="bibl">Th.6.29</span>; πρὸς τὸ παρόν <span class="bibl">Id.3.40</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">to be weakly</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>605a25</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>1.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.420.16</span> (iii B. C.), <span class="title">SIG</span>2850.24 (Delph., ii B. C.): acc. to Phot. applied to men in Att., opp. <b class="b3">ἀσθενεῖν</b>, of women, but this is not so; cf. <span class="bibl">Alciphr. 2.1</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκίζομαι''': μέλλ. μαλακισθήσομαι, Δίων Κ. 38. 18· ἀόρ. ἐμαλακίσθην, [[συχνάκις]] παρὰ Θουκ., Πλάτ. Σοφ. 267Α, Δημ· σπανιώτερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐμαλακισάμην, Ξεν. Ἀπολ. 33, Κύρ. 4. 2, 21. Χαυνοῦμαι, ἐκθηλύνομαι, δεικνύω ἀδυναμίαν ἢ δειλίαν, [[οὔτε]] πλούτου τις... ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, [[οὔτε]] πενίας ἐλπίδι Θουκ. 2. 42· ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ ὄντος χωρίου ἐγγύς, [[ὅποι]] ἂν μαλακισθέντες σωθείητε ὁ αὐτ. 7. 77· κἂν αὐτὸς μαλακίζηται Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3· μαρτ. πρὸς τὸν θάνατον, δεικνύω δειλίαν πρὸς τὸν θάνατον, τὸν φοβοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33· - περὶ τοῦ Δημ. 120. 7, ἴδε ἐν λέξ. [[μαλκίω]]. 2) [[γίνομαι]] μαλακώτερος, ἠπιώτερος, πραΰνομαι, Θουκ. 6. 29· πρὸς τὸ παρὸν ὁ αὐτ. 3. 40· πρβλ. Valck. ἐν Ἱππ. 303. 3) εἶμαι [[ἀσθενής]], [[ἀδύνατος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 26, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 1, κτλ.· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Γραμματικοὶ περιορίζουσι τὸ μὲν μαλακίζεσθαι εἰς τὰς γυναῖκας, τὸ δὲ ἀσθενεῖν εἰς τοὺς ἄνδρας· ἀλλ’ ὁ κανὼν πολὺ ἀπέχει τοῦ ἀπαραβάτου, Λοβεκ. Φρύν. 389. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακίζεσθαι· ἀσθενῶς διακεῖσθαι, νοσηλεύεσθαι». 4) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας: α) εἶμαι μαλακὸς = [[κίναιδος]], Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 1108C. β) ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] μαλακίαν, αὐνανίζομαι, Ἰωάνν. ὁ Νηστευτὴς 1904C. ΙΙ. Ἐνεργ. μαλακίζω, μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς Γρηγ. Ναζ.
}}
}}

Revision as of 11:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλακίζομαι Low diacritics: μαλακίζομαι Capitals: ΜΑΛΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malakízomai Transliteration B: malakizomai Transliteration C: malakizomai Beta Code: malaki/zomai

English (LSJ)

fut.

   A μαλακισθήσομαι D.C.38.18: aor. ἐμαλακίσθην Th.2.42, al., Pl.Sph.267a, D.24.175: less freq. in med. form ἐμαλακισάμην, X.Ap.33, Cyr.4.2.21:—to be softened or made effeminate, show weakness or cowardice, οὔτε πλούτου τις . . ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Th.l.c.; of soldiers, μὴ ὄντος χωρίου . . ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε Id.7.77; κἂν αὐτὸς μαλακίζηται X. Cyr.2.3.3; μ. πρὸς τὸν θάνατον meet death like a weakling, Id.Ap. l.c.    2 to be softened, appeased, Th.6.29; πρὸς τὸ παρόν Id.3.40.    3 to be weakly, Arist.HA605a25, Thphr.Char.1.4, PSI4.420.16 (iii B. C.), SIG2850.24 (Delph., ii B. C.): acc. to Phot. applied to men in Att., opp. ἀσθενεῖν, of women, but this is not so; cf. Alciphr. 2.1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκίζομαι: μέλλ. μαλακισθήσομαι, Δίων Κ. 38. 18· ἀόρ. ἐμαλακίσθην, συχνάκις παρὰ Θουκ., Πλάτ. Σοφ. 267Α, Δημ· σπανιώτερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐμαλακισάμην, Ξεν. Ἀπολ. 33, Κύρ. 4. 2, 21. Χαυνοῦμαι, ἐκθηλύνομαι, δεικνύω ἀδυναμίαν ἢ δειλίαν, οὔτε πλούτου τις... ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Θουκ. 2. 42· ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ ὄντος χωρίου ἐγγύς, ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε ὁ αὐτ. 7. 77· κἂν αὐτὸς μαλακίζηται Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3· μαρτ. πρὸς τὸν θάνατον, δεικνύω δειλίαν πρὸς τὸν θάνατον, τὸν φοβοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33· - περὶ τοῦ Δημ. 120. 7, ἴδε ἐν λέξ. μαλκίω. 2) γίνομαι μαλακώτερος, ἠπιώτερος, πραΰνομαι, Θουκ. 6. 29· πρὸς τὸ παρὸν ὁ αὐτ. 3. 40· πρβλ. Valck. ἐν Ἱππ. 303. 3) εἶμαι ἀσθενής, ἀδύνατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 26, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 1, κτλ.· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Γραμματικοὶ περιορίζουσι τὸ μὲν μαλακίζεσθαι εἰς τὰς γυναῖκας, τὸ δὲ ἀσθενεῖν εἰς τοὺς ἄνδρας· ἀλλ’ ὁ κανὼν πολὺ ἀπέχει τοῦ ἀπαραβάτου, Λοβεκ. Φρύν. 389. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακίζεσθαι· ἀσθενῶς διακεῖσθαι, νοσηλεύεσθαι». 4) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας: α) εἶμαι μαλακὸς = κίναιδος, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 1108C. β) ὡς καὶ νῦν, κάμνω μαλακίαν, αὐνανίζομαι, Ἰωάνν. ὁ Νηστευτὴς 1904C. ΙΙ. Ἐνεργ. μαλακίζω, μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς Γρηγ. Ναζ.