γνωμικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] in Form einer Sentenz, in Denksprüchen; τὸ γ., der Denkspruch, Gramm., Schol., auch Plut.; [[ποιητής]], gnomischer Dichter; [[ποίησις]], von der Dichtung des Solon, Theognis u. ä., Ath. V, 191 e; Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] in Form einer Sentenz, in Denksprüchen; τὸ γ., der Denkspruch, Gramm., Schol., auch Plut.; [[ποιητής]], gnomischer Dichter; [[ποίησις]], von der Dichtung des Solon, Theognis u. ä., Ath. V, 191 e; Plut.
}}
{{ls
|lstext='''γνωμικός''': -ή, -όν, (γνώμη ΙΙΙ. 3) ὁ μεταχειριζόμενος γνώμας, γνωμικά ἀποφθέγματα, ποιηταὶ γν. [[εἶναι]] οἱ διδακτικοὶ ποιηταί, οἷοι Σόλων, Φωκυλίδης, Θέογνις, κτλ., Ἀθήν. 191Ε· γν. ἁ [[φύσις]] Φιλόλ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1.8. ― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀθήν. 191Ε.
}}
}}

Revision as of 11:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμικός Medium diacritics: γνωμικός Low diacritics: γνωμικός Capitals: ΓΝΩΜΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōmikós Transliteration B: gnōmikos Transliteration C: gnomikos Beta Code: gnwmiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A normative (nisi leg. γνωμονικά), γ. ἁ φύσις ἁ τοῦ ἀριθμοῦ Philol.11.    2 (γνώμη 111.3), dealing in or suited to maxims, aidactic, περίοδος Hermog.Inv.4.3; τὰ γ. S.E.M.1.278; τὸ γ. D.Chr.52.17; σχῆμα γ. Sch. Od.15.74. Adv. -κῶς Phld.Hom.p.15 O., Ath.5.191e.

German (Pape)

[Seite 498] in Form einer Sentenz, in Denksprüchen; τὸ γ., der Denkspruch, Gramm., Schol., auch Plut.; ποιητής, gnomischer Dichter; ποίησις, von der Dichtung des Solon, Theognis u. ä., Ath. V, 191 e; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμικός: -ή, -όν, (γνώμη ΙΙΙ. 3) ὁ μεταχειριζόμενος γνώμας, γνωμικά ἀποφθέγματα, ποιηταὶ γν. εἶναι οἱ διδακτικοὶ ποιηταί, οἷοι Σόλων, Φωκυλίδης, Θέογνις, κτλ., Ἀθήν. 191Ε· γν. ἁ φύσις Φιλόλ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1.8. ― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀθήν. 191Ε.