κακότεχνος: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; [[δόλος]] Il. 15, 14, vgl. [[κακοτεχνής]]; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον [[κίνημα]] Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; [[δόλος]] Il. 15, 14, vgl. [[κακοτεχνής]]; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον [[κίνημα]] Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κακότεχνος''': -ον, ([[τέχνη]]) κακῶς τετεχνασμένος, ἢ [[μάλα]] δὴ [[κακότεχνος]].. σὸς [[δόλος]] Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κακοτεχνής]], Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = [[ἀτέχνως]], Φίλων 1. 195. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (τέχνη)
A using evil practices, artful, δόλος Il.15.14: esp. in mal. part., lascivious, AP5. 128 (Autom.): Sup., ib.131 (Phld., v.l. κατατ-); of songs, Plu.2.706d. Adv. -νως with bad art, Ph.1.195.
German (Pape)
[Seite 1304] böse Künste anwendend, arglistig, boshaft; δόλος Il. 15, 14, vgl. κακοτεχνής; – von schlechter Kunst, σχήματα ὀρχηστρίδος Automed. 3 (V, 129), wie κακοτεχνότατον κίνημα Philodem. 21 (V, 132), von wollüstigen Tänzen; ᾠδαὶ κακ. καὶ κακόζηλοι Plut. Symp. 7, 5, 4; τέχναι S. Emp. adv. rhet. 36. – Adv. bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακότεχνος: -ον, (τέχνη) κακῶς τετεχνασμένος, ἢ μάλα δὴ κακότεχνος.. σὸς δόλος Ἰλ. Ο. 14· ― ἐπὶ ἀσέμνων ὀρχήσεων, Ἀνθ. Π. 5. 129, 132· ἐπὶ ᾀσμάτων, Πλούτ. 2. 706D. ― Ἀττ. ἀνώμαλ. συγκρ. κακοτεχνέστερος, ὡς εἰ ἐκ τοῦ κακοτεχνής, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἀλλ’ Ὑπερθ. κακοτεχνότατος Ἀνθ. Π. 5. 132. ― Ἐπίρρ. -νως, = ἀτέχνως, Φίλων 1. 195.