ἀϋτή: Difference between revisions
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0396.png Seite 396]] ἡ, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei, dah. ἀυτή τε πτόλεμός τε, ll. 6, 328; die Schlacht selbst, 11, 802 Od. 11, 3834 wie Achill [[πύργος]] ἀϋτῆς heißt, Theocr. 22, 220; der Trompete, Aesch. Pers. 387; ὀξεῖα Pind. N. 9, 35. – Falsche Lesart ἀυτή Iliad. 16, 634 ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς· [[ἕκαθεν]] δέ τε γίγνετ' [[ἀκουή]], Scholl. Didym. <b class="b2">[[ἀκουή]]</b>: Ἀριστοφάνης <b class="b2">ἀυτή</b>. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0396.png Seite 396]] ἡ, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei, dah. ἀυτή τε πτόλεμός τε, ll. 6, 328; die Schlacht selbst, 11, 802 Od. 11, 3834 wie Achill [[πύργος]] ἀϋτῆς heißt, Theocr. 22, 220; der Trompete, Aesch. Pers. 387; ὀξεῖα Pind. N. 9, 35. – Falsche Lesart ἀυτή Iliad. 16, 634 ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς· [[ἕκαθεν]] δέ τε γίγνετ' [[ἀκουή]], Scholl. Didym. <b class="b2">[[ἀκουή]]</b>: Ἀριστοφάνης <b class="b2">ἀυτή</b>. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀϋτή''': [ῡ], ἡ, (αὔω, βοῶ, φωνάζω): ― [[κραυγή]], βοή, [[φωνή]], [[κυρίως]] κραυγὴ πολεμική, βοὴ μάχης, [[ἀλαλητός]], [[θόρυβος]], ἀϋτὴ δ᾿ οὐρανὸν ἷκεν Ἰλ. Β. 153, κτλ.· φιλεῖ δὲ ὁ Ὅμ. νὰ ἐκφέρῃ τὴν λέξιν καὶ μετ᾿ ἄλλης, [[ἀϋτή]] τε πτόλεμός τε Ἰλ. Ζ. 328, κτλ.· [[κίνδυνος]] ὀξείας ἀϋτᾶς Πινδ. Ν. 9. 83· πρβλ. βοή· ἐν γένει, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος Αἰσχύλ. Χο. 564: ― ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς σάλπιγγος, ὁ αὐτ. Πέρσ. 395: ― ἐπὶ τοῦ τριγμοῦ τοῦ ἄξονος, Παρμεν. 8 Mullach καὶ Karst. (Γράφεται ἀFυτὰ ἐν Κερκυρ. Ἐπιγρ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 180. 3). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, (αὔω B)
A cry, shout, esp. battle-shout, war-cry, ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.2.153; ἀϋτή τε πτόλεμός τε 6.328; κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Pi.N.9.35: generally, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος A.Ch.564; of the blast of the trumpet, Id.Pers.395; of the creaking of the axle, Parm.1.6. (ἀϝῡτά IG9(1).868 (Corc.).)
German (Pape)
[Seite 396] ἡ, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei, dah. ἀυτή τε πτόλεμός τε, ll. 6, 328; die Schlacht selbst, 11, 802 Od. 11, 3834 wie Achill πύργος ἀϋτῆς heißt, Theocr. 22, 220; der Trompete, Aesch. Pers. 387; ὀξεῖα Pind. N. 9, 35. – Falsche Lesart ἀυτή Iliad. 16, 634 ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς· ἕκαθεν δέ τε γίγνετ' ἀκουή, Scholl. Didym. ἀκουή: Ἀριστοφάνης ἀυτή.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϋτή: [ῡ], ἡ, (αὔω, βοῶ, φωνάζω): ― κραυγή, βοή, φωνή, κυρίως κραυγὴ πολεμική, βοὴ μάχης, ἀλαλητός, θόρυβος, ἀϋτὴ δ᾿ οὐρανὸν ἷκεν Ἰλ. Β. 153, κτλ.· φιλεῖ δὲ ὁ Ὅμ. νὰ ἐκφέρῃ τὴν λέξιν καὶ μετ᾿ ἄλλης, ἀϋτή τε πτόλεμός τε Ἰλ. Ζ. 328, κτλ.· κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Πινδ. Ν. 9. 83· πρβλ. βοή· ἐν γένει, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος Αἰσχύλ. Χο. 564: ― ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς σάλπιγγος, ὁ αὐτ. Πέρσ. 395: ― ἐπὶ τοῦ τριγμοῦ τοῦ ἄξονος, Παρμεν. 8 Mullach καὶ Karst. (Γράφεται ἀFυτὰ ἐν Κερκυρ. Ἐπιγρ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 180. 3).