ἀϋτή
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, (αὔω B) cry, loud cry, shout, esp. battle shout, war-cry, ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.2.153; ἀϋτή τε πτόλεμός τε 6.328; κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Pi.N.9.35: generally, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος A.Ch.564; of the blast of the trumpet, Id.Pers.395; of the creaking of the axle, Parm.1.6. (ἀϝῡτά IG9(1).868 (Corc.).)
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀϝῡτά IG 9(1).868.3 (Corcira VI a.C.)
• Prosodia: [ᾰῡ-]
• Morfología: [dór. gen. -ᾶς Pi.N.9.35]
I 1grito, griterío ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν οἴκαδε ἱεμένων Il.2.153, Ὀδυσσῆος ... ἀϋτή Il.11.466, τάχα δ' ἐς πόλιν ἵκετ' ἀϋτή Il.2.97, cf. Od.14.265, 17.434, κουράων ... θῆλυς ἀ. griterío femenino de unas muchachas, Od.6.122
•gener. sonido de la voz γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένω A.Ch.564, ἀυτῆς πᾶν τόδ' ἐπλήσθη στέγος E.Heracl.646.
2 rugido de una pantera, Opp.H.3.391
•mugido de un toro, Opp.C.2.58, 79
•barrito de un elefante, Opp.C.3.542.
II 1grito de batalla οὐ γὰρ πώ σφιν ἀκούετο λαὸς ἀϋτῆς Il.4.331, μήστωρες ἀϋτῆς Il.4.328.
2 batalla, combate ἀϋτή τε πτόλεμός τε Il.6.328, δηΐων ἐν ἀϋτῇ Il.17.167, Τρώων ... ὑπεξέφυγον ... ἀϋτήν Od.11.383, ἀκόρητος ἀϋτῆς Hes.Sc.346, 433, 459, κατὰ στενόϝεσ(σ)αν ἀϝυτάν IG l.c., κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Pi.l.c.
•violencia del combate Hsch.
III gener. ruido, estrépito del resonar de una trompeta σάλπιγξ δ' ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν A.Pers.395, del rechinar del eje de una rueda σύριγγος Parm.B 1.6.
• Etimología: Deriv. de 2 αὔω q.u.
German (Pape)
[Seite 396] ἡ, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei, dah. ἀυτή τε πτόλεμός τε, ll. 6, 328; die Schlacht selbst, 11, 802 Od. 11, 3834 wie Achill πύργος ἀϋτῆς heißt, Theocr. 22, 220; der Trompete, Aesch. Pers. 387; ὀξεῖα Pind. N. 9, 35. – Falsche Lesart ἀυτή Iliad. 16, 634 ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς· ἕκαθεν δέ τε γίγνετ' ἀκουή, Scholl. Didym. ἀκουή: Ἀριστοφάνης ἀυτή.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
seul. sg.
1 cri retentissant ; particul. cri de guerre ; guerre, combat;
2 bruit retentissant (de la trompette).
Étymologie: ἀΰω.
Russian (Dvoretsky)
ἀϋτή: дор. ἀϋτά (ῡ) ἡ
1 крик, клич Hom., Pind., Aesch.;
2 звук, рев (sc. σάλπιγγος Aesch.);
3 битва, сеча Hom., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϋτή: [ῡ], ἡ, (αὔω, βοῶ, φωνάζω): ― κραυγή, βοή, φωνή, κυρίως κραυγὴ πολεμική, βοὴ μάχης, ἀλαλητός, θόρυβος, ἀϋτὴ δ᾿ οὐρανὸν ἷκεν Ἰλ. Β. 153, κτλ.· φιλεῖ δὲ ὁ Ὅμ. νὰ ἐκφέρῃ τὴν λέξιν καὶ μετ᾿ ἄλλης, ἀϋτή τε πτόλεμός τε Ἰλ. Ζ. 328, κτλ.· κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Πινδ. Ν. 9. 83· πρβλ. βοή· ἐν γένει, γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος Αἰσχύλ. Χο. 564: ― ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς σάλπιγγος, ὁ αὐτ. Πέρσ. 395: ― ἐπὶ τοῦ τριγμοῦ τοῦ ἄξονος, Παρμεν. 8 Mullach καὶ Karst. (Γράφεται ἀFυτὰ ἐν Κερκυρ. Ἐπιγρ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 180. 3).
Greek Monolingual
ἀϋτή, η (Α) [αΰω (II)]
1. φωνή, κραυγή, βοή
2. πολεμική κραυγή
3. τρίξιμο.