ἕκτος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
(b)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0782.png Seite 782]] η, ον, der sechste, von Hom. an überall.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0782.png Seite 782]] η, ον, der sechste, von Hom. an überall.
}}
{{ls
|lstext='''ἕκτος''': -η, -ον, (ἓξ) Λατ. sextus, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 451, 2, Θουκ. 2. 2· τὸ θηλ. ὡς οὐσ., [[νόμισμα]], «[[ἕκτη]], τρίτη, τετάρτη, νομίσματα ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ χαλκοῦ» Ἡσύχ. - [[ἕκτος]], ὁ, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Θεοξενίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 53.
}}
}}

Revision as of 11:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκτος Medium diacritics: ἕκτος Low diacritics: έκτος Capitals: ΕΚΤΟΣ
Transliteration A: héktos Transliteration B: hektos Transliteration C: ektos Beta Code: e(/ktos

English (LSJ)

η, ον, (ἕξ)

   A sixth, Il.2.407, etc.; ἕκτος (sc. μήν), ὁ, Plu.2.268a; ἕκτη, ἡ, v. sub voc. (Ϝέκτ- Tab.Heracl.2.106.)

German (Pape)

[Seite 782] η, ον, der sechste, von Hom. an überall.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκτος: -η, -ον, (ἓξ) Λατ. sextus, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 451, 2, Θουκ. 2. 2· τὸ θηλ. ὡς οὐσ., νόμισμα, «ἕκτη, τρίτη, τετάρτη, νομίσματα ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ χαλκοῦ» Ἡσύχ. - ἕκτος, ὁ, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Θεοξενίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 53.