ἕκτος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(b) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0782.png Seite 782]] η, ον, der sechste, von Hom. an überall. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0782.png Seite 782]] η, ον, der sechste, von Hom. an überall. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἕκτος''': -η, -ον, (ἓξ) Λατ. sextus, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 451, 2, Θουκ. 2. 2· τὸ θηλ. ὡς οὐσ., [[νόμισμα]], «[[ἕκτη]], τρίτη, τετάρτη, νομίσματα ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ χαλκοῦ» Ἡσύχ. - [[ἕκτος]], ὁ, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Θεοξενίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 53. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 5 August 2017
English (LSJ)
η, ον, (ἕξ)
A sixth, Il.2.407, etc.; ἕκτος (sc. μήν), ὁ, Plu.2.268a; ἕκτη, ἡ, v. sub voc. (Ϝέκτ- Tab.Heracl.2.106.)
German (Pape)
[Seite 782] η, ον, der sechste, von Hom. an überall.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκτος: -η, -ον, (ἓξ) Λατ. sextus, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 451, 2, Θουκ. 2. 2· τὸ θηλ. ὡς οὐσ., νόμισμα, «ἕκτη, τρίτη, τετάρτη, νομίσματα ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ χαλκοῦ» Ἡσύχ. - ἕκτος, ὁ, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Θεοξενίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 53.