ἕκτη
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ἡ, a silver coin,
A the sixth of a stater, IG12.310,al.
II tax of one-sixth, ἕ. παραδείσων PTeb.343.69 (ii A.D.), cf. PHib.1.109 (iii B.C.), PRev.Laws 36.9 (iii B.C.).
III liquid measure, ἕ. οἴνω Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.).
Spanish (DGE)
v. ἕκτος II.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκτη: ἡ, ἀργυροῦν νόμισμα, τὸ ἕκτον τοῦ στατῆρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 41 καὶ 43.
Greek Monolingual
η (Α ἕκτη)
νεοελλ.
μουσ. α) το μεταξύ έξι φθόγγων της μουσικής κλίμακας διάστημα, π.χ. ντο-λα, ρε-σι κ.λπ.
β) έκτης συγχορδία
η πρώτη αναστροφή τρίφωνης συγχορδίας
αρχ.
(το θηλ. του έκτος ως ουσ.)
1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα ίσο με το έκτο του στατήρα
2. φόρος ενός έκτου (πρβλ. δεκάτη)
3. μέτρο υγρών («ἕκτη οἴνῳ»).