στεγαστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(c1)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ῆρος, ὁ, Dachziegel, Hesych. Erkl. von [[σωλήν]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ῆρος, ὁ, Dachziegel, Hesych. Erkl. von [[σωλήν]].
}}
{{ls
|lstext='''στεγαστήρ''': -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, [[κέραμος]], «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν [[ἕψημα]]» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· [[κέραμος]] στ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 124, Ι΄, 182· ὁ στ. [[ὄροφος]] Ι΄, 172.
}}
}}

Revision as of 11:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγαστήρ Medium diacritics: στεγαστήρ Low diacritics: στεγαστήρ Capitals: ΣΤΕΓΑΣΤΗΡ
Transliteration A: stegastḗr Transliteration B: stegastēr Transliteration C: stegastir Beta Code: stegasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A coverer: hence, tile, Hsch. s.v. σωλῆνες; κέραμος σ. Poll.7.124, 10.182; ὁ σ. ὄροφος ib.172.    II = τὸ θριωτὸν (θρίωπον cod.) ἕψημα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 932] ῆρος, ὁ, Dachziegel, Hesych. Erkl. von σωλήν.

Greek (Liddell-Scott)

στεγαστήρ: -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, κέραμος, «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν ἕψημα» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· κέραμος στ. Πολυδ. Ζ΄, 124, Ι΄, 182· ὁ στ. ὄροφος Ι΄, 172.