φροντιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(13_3)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] zum Bedenken, Besorgen geschickt, bedachtsam, spekulativ; Antiphan. bei Ath. II, 40 c; τὸ λογιστικὸν καὶ φρ. Plut. def. or. 40. – Adv. φροντιστικῶς, Xen. Mem. 3, 11, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] zum Bedenken, Besorgen geschickt, bedachtsam, spekulativ; Antiphan. bei Ath. II, 40 c; τὸ λογιστικὸν καὶ φρ. Plut. def. or. 40. – Adv. φροντιστικῶς, Xen. Mem. 3, 11, 10.
}}
{{ls
|lstext='''φροντιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ φροντίζειν, εἰς τὸ σκέπτεσθαι, [[σκεπτικός]], εἰς σκέψεις δεδομένος, ἡ [[διάνοια]] τῶν τοιούτων οὐ φροντιστικὴ Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ [[ὕπνον]] Μαντικ. 2, 8· ὑποπίνων δὲ [[πάνυ]] φρ. (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 33· φρ. τὴν πρόσοψιν Λουκ. Ἁλιεὺς 12· ― τὸ φρ. [[θεωρία]], Πλούτ. 2. 432C, 966Α. ΙΙ. φροντίζων, [[ἐπιμελής]], τὰ [[θήλεα]] περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10.
}}
}}

Revision as of 11:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φροντιστικός Medium diacritics: φροντιστικός Low diacritics: φροντιστικός Capitals: ΦΡΟΝΤΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phrontistikós Transliteration B: phrontistikos Transliteration C: frontistikos Beta Code: frontistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for thinking, thoughtful, Arist.Div.Somn.464a23; ὑποπίνων δὲ πάνυ φ. (sc. γίγνεται) Antiph. 271; φ. τὴν πρόσοψιν Luc.Pisc.12: τὸ λογιστικὸν καὶ φ. the faculty of reasoning and thought, Plu.2.432c, cf. 966a.    II considerate, careful, τὰ θήλεα περὶ τὴν τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα Arist. HA608b2. Adv. -κῶς X.Mem.3.11.10, Ael.NA8.25.    2 nervous, worried, Gal.10.538.

German (Pape)

[Seite 1309] zum Bedenken, Besorgen geschickt, bedachtsam, spekulativ; Antiphan. bei Ath. II, 40 c; τὸ λογιστικὸν καὶ φρ. Plut. def. or. 40. – Adv. φροντιστικῶς, Xen. Mem. 3, 11, 10.

Greek (Liddell-Scott)

φροντιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ φροντίζειν, εἰς τὸ σκέπτεσθαι, σκεπτικός, εἰς σκέψεις δεδομένος, ἡ διάνοια τῶν τοιούτων οὐ φροντιστικὴ Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπνον Μαντικ. 2, 8· ὑποπίνων δὲ πάνυ φρ. (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 33· φρ. τὴν πρόσοψιν Λουκ. Ἁλιεὺς 12· ― τὸ φρ. θεωρία, Πλούτ. 2. 432C, 966Α. ΙΙ. φροντίζων, ἐπιμελής, τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10.