ἀναπλήρωσις: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(13_1)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] ἡ, das Ausfüllen, Ergänzen, Arist. Nic. Eth. 10, 3, 6; Befriedigung des Zornes, ὀργῆς Plut. Arat. 45 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] ἡ, das Ausfüllen, Ergänzen, Arist. Nic. Eth. 10, 3, 6; Befriedigung des Zornes, ὀργῆς Plut. Arat. 45 u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναπλήρωσις''': -εως, ἡ, [[συμπλήρωσις]], [[μέσον]] συμπληρώσεως, τῆς ἐνδείας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3. 2) ἱκανοποίησις, [[ἐκπλήρωσις]], τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. Πολιτ. 2. 7, 19· ἱκανοποίησις τῶν ἀναγκῶν καὶ τῶν ὀρέξεων, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 6. 3) [[ἀποκατάστασις]], [[ἀνάκτησις]], τῆς κατὰ φύσιν αὐταρκείας ὁ αὐτ. Πολιτ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Δημήτρ. 45. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ καθίστασθαι πλήρη, πληροῦσθαι, πλημμυρεῖν, περὶ τοῦ Νείλου, [[Θαλῆς]] παρ’ Ἀθην. 2. 87.
}}
}}

Revision as of 11:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπλήρωσις Medium diacritics: ἀναπλήρωσις Low diacritics: αναπλήρωσις Capitals: ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΙΣ
Transliteration A: anaplḗrōsis Transliteration B: anaplērōsis Transliteration C: anaplirosis Beta Code: a)naplh/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A filling up, means of filling up, τῆς ἐνδείας Arist.EN1118b18; τοῦ λείποντος A.D.Synt.250.18; τῶν κενουμένων τάξεων Ph.2.382.    2 satisfying, τῆς ἐπιθυμίας Arist. Pol.1267b4; satisfaction of the wants and appetites, Id.EN1173b8.    3 restoration, τῆς κατὰ τὴν φύσιν αὐταρκείας Id.Pol.1257a30, cf. Plu.Demetr.45.    4 fulfilment, τοῦ ῥήματος τοῦ Κυρίου LXX 1 Es.1.54.    II (from Pass.) becoming full, overflowing, of the Nile, Thales ap.Ath.Epit.ad fin. lib. ii (vol. i p.278 Schw.).

German (Pape)

[Seite 202] ἡ, das Ausfüllen, Ergänzen, Arist. Nic. Eth. 10, 3, 6; Befriedigung des Zornes, ὀργῆς Plut. Arat. 45 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλήρωσις: -εως, ἡ, συμπλήρωσις, μέσον συμπληρώσεως, τῆς ἐνδείας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3. 2) ἱκανοποίησις, ἐκπλήρωσις, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. Πολιτ. 2. 7, 19· ἱκανοποίησις τῶν ἀναγκῶν καὶ τῶν ὀρέξεων, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 6. 3) ἀποκατάστασις, ἀνάκτησις, τῆς κατὰ φύσιν αὐταρκείας ὁ αὐτ. Πολιτ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Δημήτρ. 45. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ καθίστασθαι πλήρη, πληροῦσθαι, πλημμυρεῖν, περὶ τοῦ Νείλου, Θαλῆς παρ’ Ἀθην. 2. 87.