μάλλωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(c2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0091.png Seite 91]] ἡ, das Besetzen, Bekleiden mit Wolle, bei Schol. Pind. P. 4, 407 = [[μαλλός]], und
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0091.png Seite 91]] ἡ, das Besetzen, Bekleiden mit Wolle, bei Schol. Pind. P. 4, 407 = [[μαλλός]], und
}}
{{ls
|lstext='''μάλλωσις''': ἡ, ἡ διὰ μαλλοῦ [[κάλυψις]] πράγματός τινος, ὁ μαλλὸς ὁ καλύπτων τὸ δέρμα κριοῦ, «τῇ χρυσῇ μαλλώσει», περὶ τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 407· ὁ Δουκάγγ. ἀναφέρει καὶ μαλλόω ἐκ τοῦ Εὐστ.
}}
}}

Revision as of 11:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλλωσις Medium diacritics: μάλλωσις Low diacritics: μάλλωσις Capitals: ΜΑΛΛΩΣΙΣ
Transliteration A: mállōsis Transliteration B: mallōsis Transliteration C: mallosis Beta Code: mallwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a being clothed with wool, Sch.Pi.P.4.407.

German (Pape)

[Seite 91] ἡ, das Besetzen, Bekleiden mit Wolle, bei Schol. Pind. P. 4, 407 = μαλλός, und

Greek (Liddell-Scott)

μάλλωσις: ἡ, ἡ διὰ μαλλοῦ κάλυψις πράγματός τινος, ὁ μαλλὸς ὁ καλύπτων τὸ δέρμα κριοῦ, «τῇ χρυσῇ μαλλώσει», περὶ τοῦ χρυσοῦ δέρατος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 407· ὁ Δουκάγγ. ἀναφέρει καὶ μαλλόω ἐκ τοῦ Εὐστ.