καταληκτικός: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(13_5) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταληκτικός''': -ή, -όν, ὁ καταλήγων, παύων, σταματῶν· ὁ κ. (ἐξυπακ. [[στίχος]]), ἐλέγετο ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ἐλλιπῆ· «καταληκτικὰ (δηλ. μέτρα) ὅσα μεμειωμένον ἔχει τὸν τελευταῖον [[πόδα]]» Ἡφαιστ. σ. 25, πρβλ. [[βραχυκατάληκτος]], [[ὑπερκατάληκτος]]. ΙΙ. Ἐπίρρ. κῶς, κ. εὐφραίνειν (=τελείως, [[ὥστε]] νὰ μὴ χρειάζηταί τις [[ἄλλο]] τι) Μ. Ἀντων. 7, 13· κ. διδόναι 9, 42. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A leaving off; esp. in Metric, of verses having the last foot incomplete, Heph.4.2, Anon.Metr.Oxy. 220ix 19, etc.; τὸ κ. Heph. l.c.; of feet, κ. [εἶδος παίωνος] Demetr. Eloc.38. II Adv. -κῶς disinterestedly, διδόναι τι M.Ant.9.42, cf. 7.13 (-ληπτ- codd.), Arr.Epict.2.23.46.
German (Pape)
[Seite 1360] ή, όν, ausdörend, sich endigend, bes. von Versen, deren letzter Fuß unvollständig, verkürzt ist, Hephaest. 25 u. oft in den metrischen Schol. – Adv., καταληκτικῶς εὐφραίνειν, endlich, ausschließlich, so daß Nichts weiter dazu zu kommen braucht, M. Anton. 7, 13, δοῦναι, ohne besondere Nebenabsicht, 9, 42.
Greek (Liddell-Scott)
καταληκτικός: -ή, -όν, ὁ καταλήγων, παύων, σταματῶν· ὁ κ. (ἐξυπακ. στίχος), ἐλέγετο ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ἐλλιπῆ· «καταληκτικὰ (δηλ. μέτρα) ὅσα μεμειωμένον ἔχει τὸν τελευταῖον πόδα» Ἡφαιστ. σ. 25, πρβλ. βραχυκατάληκτος, ὑπερκατάληκτος. ΙΙ. Ἐπίρρ. κῶς, κ. εὐφραίνειν (=τελείως, ὥστε νὰ μὴ χρειάζηταί τις ἄλλο τι) Μ. Ἀντων. 7, 13· κ. διδόναι 9, 42.