ἄπληστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(13_4)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] nicht auszufüllen, unersättlich, τινός Theogn. 111; Her. 1, 112; Plat. u. Folgde; χρημάτων Xen. Cyr. 8, 2, 20; ἀπληστότατοι χρημάτων Dem. 27, 60; übh. unendlich groß, [[χαρά]] Soph. El. 1328; [[φροντίς]] Aesch. Eum. 933.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0292.png Seite 292]] nicht auszufüllen, unersättlich, τινός Theogn. 111; Her. 1, 112; Plat. u. Folgde; χρημάτων Xen. Cyr. 8, 2, 20; ἀπληστότατοι χρημάτων Dem. 27, 60; übh. unendlich groß, [[χαρά]] Soph. El. 1328; [[φροντίς]] Aesch. Eum. 933.
}}
{{ls
|lstext='''ἄπληστος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, [[ἀκόρεστος]], ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· [[πολλάκις]] συγχέεται τῷ [[ἄπλαστος]] (ὅ ἐ. [[ἄπλατος]]), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) [[μετὰ]] γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, [[ἀκόρεστος]] εἰς χρήματα, [[αἷμα]], Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν [[πρός]] τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· [[περί]] τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.
}}
}}

Revision as of 11:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπληστος Medium diacritics: ἄπληστος Low diacritics: άπληστος Capitals: ΑΠΛΗΣΤΟΣ
Transliteration A: áplēstos Transliteration B: aplēstos Transliteration C: aplistos Beta Code: a)/plhstos

English (LSJ)

ον,

   A insatiate, greedy, Thgn.109, S.El.1336, Arist.HA591b2, etc.; sts. confounded with ἄπλαστος (i.e. ἄπλατος), q.v.    2 c. gen., ἄ. χρημάτων, αἵματος, Hdt.1.187, 212, Pl.Lg.773e, etc.; κακῶν A.Eu. 976 (lyr.).    II Adv. -τως, ἔχειν Pl.Grg.493c, al.; ἀ. διακεῖσθαι or ἔχειν πρός τι X.Cyr.4.1.14, Isoc.5.135,8.7: also neut. pl. as Adv., αἰάξας ἄπληστα CIG2240 (Chios).

German (Pape)

[Seite 292] nicht auszufüllen, unersättlich, τινός Theogn. 111; Her. 1, 112; Plat. u. Folgde; χρημάτων Xen. Cyr. 8, 2, 20; ἀπληστότατοι χρημάτων Dem. 27, 60; übh. unendlich groß, χαρά Soph. El. 1328; φροντίς Aesch. Eum. 933.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπληστος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ πληρώσῃ, ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, Θέογν. 109, Σοφ. Ἠλ. 1336, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 27, κτλ.· πολλάκις συγχέεται τῷ ἄπλαστος (ὅ ἐ. ἄπλατος), Ἐλμσλ. καὶ Ἕρμαννος εἰς Εὐρ. Μήδ. 149· Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 371. 2) μετὰ γεν., ἄπλ. χρημάτων, αἵματος, ἀκόρεστος εἰς χρήματα, αἷμα, Ἡρόδ. 1. 187, 212, Πλάτ. Νόμ. 773Ε. κτλ.· κακῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 976. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ήστως, ἀπλήστως ἔχειν Πλάτ. Γοργ. 493C, κ. ἀλλ.· ἀπλ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν πρός τι Ξεν. Κύρ. 4. 1, 14, Ἰσοκρ. 109D, 160Α· περί τι ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδόσ. §311: ― συγκρ. -οτέρως Βυζ.: ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ., αἰάξας ἄπληστα Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· καὶ ἀπληστεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.